ἀκτένιστος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
mNo edit summary |
m (Text replacement - "Catalan: despentinat, escabellat;" to "Catalan: despentinat, escabellat; Dutch: ongekamd;") |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[uncombed]]=== | |trtx====[[uncombed]]=== | ||
Catalan: despentinat, escabellat; French: [[non peigné]]; German: [[ungekämmt]]; Greek: [[ακτένιστος]], [[αχτένιστος]]; Ancient Greek: [[ἀκτένιστος]], [[ἀπέκτητος]], [[ἄπεκτος]]; Hungarian: fésületlen; Italian: [[spettinato]]; Maori: tīwanawana, kōritorito, poutihitihi; Portuguese: [[despenteado]]; Russian: [[нечесанный]], [[непричесанный]]; Spanish: [[despeinado]] | Catalan: despentinat, escabellat; Dutch: [[ongekamd]]; French: [[non peigné]]; German: [[ungekämmt]]; Greek: [[ακτένιστος]], [[αχτένιστος]]; Ancient Greek: [[ἀκτένιστος]], [[ἀπέκτητος]], [[ἄπεκτος]]; Hungarian: fésületlen; Italian: [[spettinato]]; Maori: tīwanawana, kōritorito, poutihitihi; Portuguese: [[despenteado]]; Russian: [[нечесанный]], [[непричесанный]]; Spanish: [[despeinado]] | ||
}} | }} |
Revision as of 15:19, 17 May 2023
English (LSJ)
ον, uncombed, κόμη S.OC1261, Sch.A.R.1.60.
Spanish (DGE)
-ον
despeinado κόμη S.OC 1261, cf. Philaenis en POxy.2891.1.2.3, Sch.A.R.3.50.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non peigné.
Étymologie: ἀ, κτενίζω.
Greek Monolingual
-η, -ο και αχτένιστος (AM ἀκτένιστος, -ον) κτενίζω
αυτός που δεν χτενίστηκε, ακατάστατος, ξεχτένιστος
(νεολλ.)
1. (για τρίχες, νήματα κ.λπ.) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν με ειδικό εργαλείο, με το χτένι, ο αλανάριστος,
2. (για λόγο, σύγγραμμα κ.λπ.) ο μη επεξεργασμένος με προσοχή και επιμέλεια, αφρόντιστος, παραμελημένος, μισοτελειωμένος.
Greek Monotonic
ἀκτένιστος: -ον (κτενίζω), αχτένιστος, ατημέλητος, σε Σοφ.
German (Pape)
κόμη, ungekämmt, Soph. O.C. 1263.
Russian (Dvoretsky)
ἀκτένιστος: нечесанный, непричесанный (κόμη Soph.).
Middle Liddell
κτενίζω
uncombed, unkempt, Soph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκτένιστος -ον [ἀ-, κτενίζω ongekamd.
Translations
uncombed
Catalan: despentinat, escabellat; Dutch: ongekamd; French: non peigné; German: ungekämmt; Greek: ακτένιστος, αχτένιστος; Ancient Greek: ἀκτένιστος, ἀπέκτητος, ἄπεκτος; Hungarian: fésületlen; Italian: spettinato; Maori: tīwanawana, kōritorito, poutihitihi; Portuguese: despenteado; Russian: нечесанный, непричесанный; Spanish: despeinado