κτῆσις: Difference between revisions

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2 :")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ktisis
|Transliteration C=ktisis
|Beta Code=kth=sis
|Beta Code=kth=sis
|Definition=εως, ἡ, ([[κτάομαι]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[acquisition]] (opp. [[ἀπόλαυσις]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span> 1410a6</span>), κτῆσις τινὸς ποιεῖσθαι <span class="bibl">Th.1.8</span>, <span class="bibl">13</span>; ἡ φιλοσοφία κ. ἐπιστήμης <span class="bibl">Pl. <span class="title">Euthd.</span>288d</span>; ῥᾳδίαν ἔχει &lt;τὴν&gt; κτῆσιν <span class="bibl">Alcid.<span class="title">Soph.</span>5</span>; <b class="b3">κατ' ἔργου κτῆσιν</b> according to [[success]] in the [[work]], <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>230</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> (from pf.) [[possession]], λέχους, [[πλούτος|πλούτου]], etc., ib.<span class="bibl">162</span>, <span class="bibl"><span class="title">El.</span>960</span>, etc.; κ. ἔχειν τῶν μετάλλων [[ἐργασία]]ς <span class="bibl">Th.4.105</span>; ἡ τῶν χρημάτων κ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>331b</span>; <b class="b3">διὰ τὴν τῶν υἱέων κτῆσιν</b> [[on account of]] your [[having]] [[son]]s, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ap.</span>20b</span>; ἱματίων <span class="bibl">Id.<span class="title">Phd.</span>64d</span>; φέροντας… ἀγαθοῦ κτῆσιν οὐδενός <span class="bibl">D.18.308</span>; <b class="b3">κτῆσις ἐκ δεσπότου καὶ δούλου [συνέστηκεν]</b> <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1277a8</span>; [[hold]]ing, opp. [[χρῆσις]] ('[[using]]'), <span class="bibl">Id.<span class="title">EN</span>1098b32</span>; [[ownership]], opp. [[χρῆσις]] ('[[usufruct]]'), <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>237 viii 35</span>, al.; τὰς κτήσεις βεβαίας εἶμεν <span class="title">IG</span>42(1).76.25 (Epid., ii B.C.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> as collective, = [[κτήματα]], [[possession]]s, [[property]], διὰ κτῆσιν δατέοντο <span class="bibl">Il.5.158</span>; κ. ὄπασσεν <span class="bibl">Od.14.62</span>; πατρῴα κ. <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>1290</span>; μετρίης κτήσιος ἐπιμέλεσθαι <span class="bibl">Democr.285</span>; ἡ ἰδία κ. <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>237 viii 32</span> (i A.D.): in plural, <span class="bibl">Hdt.4.114</span>, etc.; ἀρετῆς βέβαιαι… αἱ κ. μόναι <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>194</span>; esp. [[land]]s, [[farm]]s, <span class="bibl">D.H.8.19</span>, <span class="bibl">D.S.14.29</span>, etc.: also in sg., [[farm]], [[estate]], PFlor. 155.6 (iii A.D.).</span>
|Definition=-εως, ἡ, ([[κτάομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[acquisition]] (opp. [[ἀπόλαυσις]], Arist.''Rh.'' 1410a6), κτῆσις τινὸς ποιεῖσθαι Th.1.8, 13; ἡ φιλοσοφία κ. ἐπιστήμης Pl. ''Euthd.''288d; ῥᾳδίαν ἔχει κτῆσιν Alcid.''Soph.''5; <b class="b3">κατ' ἔργου κτῆσιν</b> according to [[success]] in the [[work]], S.''Tr.''230.<br><span class="bld">II</span> (from pf.) [[possession]], λέχους, [[πλούτος|πλούτου]], etc., ib.162, ''El.''960, etc.; κ. ἔχειν τῶν μετάλλων [[ἐργασία]]ς Th.4.105; ἡ τῶν χρημάτων κ. [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 331b; <b class="b3">διὰ τὴν τῶν υἱέων κτῆσιν</b> [[on account of]] your [[having]] [[son]]s, Id.''Ap.''20b; ἱματίων Id.''Phd.''64d; φέροντας… ἀγαθοῦ κτῆσιν οὐδενός D.18.308; <b class="b3">κτῆσις ἐκ δεσπότου καὶ δούλου [συνέστηκεν]</b> Arist.''Pol.''1277a8; [[hold]]ing, opp. [[χρῆσις]] ('[[using]]'), Id.''EN''1098b32; [[ownership]], opp. [[χρῆσις]] ('[[usufruct]]'), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''237 viii 35, al.; τὰς κτήσεις βεβαίας εἶμεν ''IG''42(1).76.25 (Epid., ii B.C.).<br><span class="bld">2</span> as collective, = [[κτήματα]], [[possession]]s, [[property]], διὰ κτῆσιν δατέοντο Il.5.158; κ. ὄπασσεν Od.14.62; πατρῴα κ. S.''El.''1290; μετρίης κτήσιος ἐπιμέλεσθαι Democr.285; ἡ ἰδία κ. ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''237 viii 32 (i A.D.): in plural, Hdt.4.114, etc.; ἀρετῆς βέβαιαι… αἱ κ. μόναι S.''Fr.''194; esp. [[land]]s, [[farm]]s, D.H.8.19, D.S.14.29, etc.: also in sg., [[farm]], [[estate]], PFlor. 155.6 (iii A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτῆσις Medium diacritics: κτῆσις Low diacritics: κτήσις Capitals: ΚΤΗΣΙΣ
Transliteration A: ktē̂sis Transliteration B: ktēsis Transliteration C: ktisis Beta Code: kth=sis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (κτάομαι)
A acquisition (opp. ἀπόλαυσις, Arist.Rh. 1410a6), κτῆσις τινὸς ποιεῖσθαι Th.1.8, 13; ἡ φιλοσοφία κ. ἐπιστήμης Pl. Euthd.288d; ῥᾳδίαν ἔχει κτῆσιν Alcid.Soph.5; κατ' ἔργου κτῆσιν according to success in the work, S.Tr.230.
II (from pf.) possession, λέχους, πλούτου, etc., ib.162, El.960, etc.; κ. ἔχειν τῶν μετάλλων ἐργασίας Th.4.105; ἡ τῶν χρημάτων κ. Pl.R. 331b; διὰ τὴν τῶν υἱέων κτῆσιν on account of your having sons, Id.Ap.20b; ἱματίων Id.Phd.64d; φέροντας… ἀγαθοῦ κτῆσιν οὐδενός D.18.308; κτῆσις ἐκ δεσπότου καὶ δούλου [συνέστηκεν] Arist.Pol.1277a8; holding, opp. χρῆσις ('using'), Id.EN1098b32; ownership, opp. χρῆσις ('usufruct'), POxy.237 viii 35, al.; τὰς κτήσεις βεβαίας εἶμεν IG42(1).76.25 (Epid., ii B.C.).
2 as collective, = κτήματα, possessions, property, διὰ κτῆσιν δατέοντο Il.5.158; κ. ὄπασσεν Od.14.62; πατρῴα κ. S.El.1290; μετρίης κτήσιος ἐπιμέλεσθαι Democr.285; ἡ ἰδία κ. POxy.237 viii 32 (i A.D.): in plural, Hdt.4.114, etc.; ἀρετῆς βέβαιαι… αἱ κ. μόναι S.Fr.194; esp. lands, farms, D.H.8.19, D.S.14.29, etc.: also in sg., farm, estate, PFlor. 155.6 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1519] ἡ, das Erwerben, die Erwerbung; κτῆσιν χρημάτων ποιεῖσθαι, zu erwerben suchen, Thuc. 1, 8. 13; φρονήσεως Plat. Phaed. 64 b, öfter; ῥᾳδίαν ἔχει κτῆσιν, läßt sich leicht erwerben, Alcidam. sophist. p. 674, 5. – Gew. der Besitz = κτήματα; χηρωσταὶ δὲ διὰ κτῆσιν δατέοντο Il. 5, 158; καὶ κτῆσιν ὄπασσεν Od. 14, 62, öfter; πατρῴαν κτῆσιν Soph. El. 1282; τὰς κτήσεις τῶν πολιτῶν καὶ τὰ ἀναλώματα φυλάττειν Plat. Legg. I, 632 b; Arist. Pol. 2, 5; Sp.; auch μετάλλων ἐργασίας, die Berechtigung zur Bearbeitung der Bergwerke, Thuc. 4, 105. – Landgüter, D. Hal. 8, 19; τὰς κατὰ τὴν χώραν κτήσεις D. Sic. 14, 29.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 acquisition : κτῆσίν τινος ποιεῖσθαι THC faire l'acquisition de qch;
2 possession : κτῆσιν ἔχειν τῶν μετάλλων ἐργασίας THC posséder une exploitation de mines;
3 biens, propriété, fortune : πατρῴα κτῆσις SOPH fortune paternelle;
4 héritage.
Étymologie: κτάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτῆσις -εως, ἡ [κτάομαι] bezit, bezitting, eigendom:; χηρωσταὶ δὲ διὰ κτῆσιν δατέοντο zijn naaste verwanten verdeelden zijn bezit Il. 5.158; πατρῴαν κτῆσιν bezit van vaderskant Soph. El. 1290; τὰς κτήσεις μὴ ποιεῖν ἀναδάστους de bezittingen niet opnieuw te verdelen Aristot. Pol. 1309a15; het bezitten:. διὰ τὴν τῶν ὑέων κτῆσιν door het bezit van zoons Plat. Ap. 20b; ἐν κτήσει ἢ χρήσει τὸ ἄριστον ὑπολαμβάνειν het hoogste goed in het bezit of in het gebruik veronderstellen Aristot. EN 1098b32. het verwerven, verwerving:; τῶν χρημάτων τὴν κτῆσιν het verwerven van rijkdom Thuc. 1.13.1; ἡ δέ γε φιλοσοφία κτῆσις ἐπιστήμης filosofie is het verwerven van kennis Plat. Euthyd. 288d; ἀπόλαυσις κτήσει ἀντίκειται het profiteren wordt gesteld tegenover het verwerven Aristot. Rh. 1410a6; overdr.: κατ’ ἔργου κτῆσιν passend bij het succes van de daad Soph. Tr. 230.

Russian (Dvoretsky)

κτῆσις: εως ἡ
1 приобретение (χρημάτων Plat., Plut.; ἐπιστήμης Plat.): κτῆσίν τινος ποιεῖσθαι Thuc. приобрести что-л.;
2 владение, обладание (πλούτου Soph.): κτῆσιν ἔχειν τῶν χρυσείων μετάλλων Thuc. владеть золотыми приисками;
3 имущество, достояние (πατρῴα κ. Soph.; αἱ κτήσεις τῶν πολιτῶν Plat.).

English (Autenrieth)

ιος (κτάομαι): property.

Greek Monotonic

κτῆσις: -εως, ἡ (κτάομαι),
I. απόκτηση, σε Θουκ., Πλάτ.· κατ' ἔργου κτῆσιν, σύμφωνα με την επιτυχία στη δουλειά, σε Σοφ.
II. 1. (από τον παρακ.) κτήση, κατοχή, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.
2. ως περιληπτικό ουσ. = κτήματα, αποκτήματα, περιουσία, ιδιοκτησία, σε Όμηρ.· στον πληθ., σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κτῆσις: -εως, (κτάομαι) τὸ κτᾶσθαί τι, «ἀπόκτησις», ἀντίθετ. τῷ ἀπόλαυσις καὶ χρῆσις (Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 7, Ἠθικ. Ν. 1. 8, 8, ἀλλ.)· κτῆσίν τινος ποεῖσθαι Θουκ. 1. 8, 13· ἡ τῶν χρημάτων κτ. Πλάτ. Πολ. 331Β· ἐπιστήμης, τῆς φρονήσεως, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 288D, κ. ἀλλ.· ῥᾳδίαν ἔχει κτῆσιν Ἀλκιδάμ. σ. 79 Reisk.· κατ’ ἔργου κτῆσιν, κατὰ τὴν ἐν τῷ ἔργῳ ἐπιτυχίαν, Σοφ. Τρ. 230. ΙΙ. (ἐκ τοῦ πρκμ.) κτῆσις, κτῆμα, λέχους, πλούτου, κτλ., αυτόθι 162, Ἠλ. 960· κτ. ἔχειν τῶν μετάλλων ἐργασίας Θουκ. 4. 105· διὰ τὴν τῶν υἱέων κτ., ἐπειδὴ ἔχετε υἱούς, Πλάτ. Ἀπολ. 20Β· ἱματίων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 64D· φέροντας... ἀγαθοῦ κτῆσιν οὐδενὸς Δημ. 328. 14· κτῆσις ἐκ δεσπότου καὶ δούλου συνέστηκεν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 6. 2) περιληπτικῶς = κτήματα, περιουσία, διὰ κτῆσιν δατέοντο Ἰλ. Ε. 158· κτῆσιν ὄπασσεν Ὀδ. Ξ. 62· πατρῴα κτ. Σοφ. Ἠλ. 1290· ― ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 4. 114, Πλάτ. Φαίδων 64D, κτλ.· ἀρετῆς βέβαιαι δ’ εἰσὶν αἱ κτήσεις μόναι Σοφ. Ἀποσπ. 202· ― κυρίως, ἀγροί, «κτήματα», «ὑποστατικά», Διον. Ἁλ. 14. 29, κτλ.

Middle Liddell

κτῆσις, εως κτάομαι
I. acquisition, Thuc., Plat.; κατ' ἔργου κτῆσιν according to success in the work, Soph.
II. (from perf.) possession, Soph., Thuc., etc.
2. as collective, = κτήματα, possessions, property, Hom.; in plural, Hdt., Plat., etc.

English (Woodhouse)

acquirement, acquisition, possession, a possessing, act of acquiring, thing possessed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)