ῥωμαλέος: Difference between revisions

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=romaleos
|Transliteration C=romaleos
|Beta Code=r(wmale/os
|Beta Code=r(wmale/os
|Definition=α, ον, (ῥώμη) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[strong of body]], ῥ. τῷ σώματι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ax.</span>365a</span>; ἡλικίᾳ <span class="bibl">Aen.Tact.1.8</span> (Sup.); κάμηλοι <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span>278 ii 6</span>, al. (iii A.D.); κατὰ χεῖρα Plu.2.597e; ῥ. ὦμοι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Phgn.</span>809b27</span>; -ώτατος ἐν τῷ λέγειν <span class="bibl">Plu.<span class="title">CG</span>4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of things, [[strong]], ῥωμαλεώτεραι πέδαι <span class="bibl">Hdt.3.22</span>; ῥίζαι Dsc.1.16 (Sup.); βίοτος [[robust]], [[virile]], AP7.413 (Antip.). Adv. -έως Gal.6.139, <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>21.249c</span>.</span>
|Definition=α, ον, ([[ῥώμη]])<br><span class="bld">A</span> [[strong of body]], ῥ. τῷ σώματι Pl.''Ax.''365a; ἡλικίᾳ Aen.Tact.1.8 (Sup.); κάμηλοι ''PFlor.''278 ii 6, al. (iii A.D.); κατὰ χεῖρα Plu.2.597e; ῥ. ὦμοι Arist.''Phgn.''809b27; ῥωμαλεώτατος ἐν τῷ λέγειν Plu.''CG''4.<br><span class="bld">2</span> of things, [[strong]], ῥωμαλεώτεραι πέδαι Hdt.3.22; ῥίζαι Dsc.1.16 (Sup.); βίοτος [[robust]], [[virile]], AP7.413 (Antip.). Adv. [[ῥωμαλέως]] Gal.6.139, Them.''Or.''21.249c.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωμᾰλέος Medium diacritics: ῥωμαλέος Low diacritics: ρωμαλέος Capitals: ΡΩΜΑΛΕΟΣ
Transliteration A: rhōmaléos Transliteration B: rhōmaleos Transliteration C: romaleos Beta Code: r(wmale/os

English (LSJ)

α, ον, (ῥώμη)
A strong of body, ῥ. τῷ σώματι Pl.Ax.365a; ἡλικίᾳ Aen.Tact.1.8 (Sup.); κάμηλοι PFlor.278 ii 6, al. (iii A.D.); κατὰ χεῖρα Plu.2.597e; ῥ. ὦμοι Arist.Phgn.809b27; ῥωμαλεώτατος ἐν τῷ λέγειν Plu.CG4.
2 of things, strong, ῥωμαλεώτεραι πέδαι Hdt.3.22; ῥίζαι Dsc.1.16 (Sup.); βίοτος robust, virile, AP7.413 (Antip.). Adv. ῥωμαλέως Gal.6.139, Them.Or.21.249c.

German (Pape)

[Seite 854] stark an Leibeskräften, u. übh. gewaltig, stark, fest; πέδαι ῥωμαλεώτεραι, Her. 3, 22; Plat. Ax. 365 a; βίος, Antp. Sid. 82 (VII, 413); ῥωμαλεώτατος ἐν τῷ λέγειν, Plut. C. Graech. 4.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
fort, robuste;
Cp. ῥωμαλεώτερος.
Étymologie: ῥώμη.

Russian (Dvoretsky)

ῥωμᾰλέος:
1 сильный, мощный (τῷ σώματι Plat.; κατὰ χεῖρα Plut.): ῥ. ἐν τῷ λέγειν Plut. отличный оратор;
2 крепкий, прочный (πέδαι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥωμαλέος: -α, -ον, (ῥώμη) ἰσχυρὸς τὸ σῶμα, πλήρης ῥώμης, ῥ. τῷ σώματι Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Α· κατὰ χεῖρα Πλούτ. 2. 597D· ῥ. ὦμοι Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 8· ῥ. ἐν τῷ λέγειν Πλουτ. Γ. Γράκχ. 4. 4) ἐπὶ πραγμάτων, ἰσχυρός, δυνατός, ῥωμαλεώτεραι πέδαι Ἡρόδ. 3. 22· βίοτος Ἀνθ. Π. 7 413. Ἐπίρρ., ῥωμαλέως, ἰσχυρῶς, Θεμίστ. 249D. Γαλην. τ. 6, σ. 139, 19. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥωμαλέος· ἰσχυρός, ἀνδρεῖος, ὑγιής, γενναῖος. θρασύς».

Greek Monolingual

-α, -ο / ῥωμαλέος, -α, -ον, ΝΜΑ
(για πρόσ.) αυτός που έχει πολλή ρώμη, που είναι γεμάτος δύναμη, ιδίως σωματική, που έχει σφριγηλότητα, εύρωστος, δυνατόςῥωμαλέος κατὰ χεῖρα», Πλούτ.)
αρχ.
1. υγιής
2. ανδρείος, γενναίος
3. (για πράγματα, καταστάσεις ή ιδιότητες) έντονος, ισχυρός (α. «ῥωμαλεώταται ῥίζαι», Διοσκ.).
επίρρ...
ρωμαλέως / ρωμαλέως, ΝΜΑ, και ρωμαλέα, Ν
(τροπ.) με δύναμη, με ισχύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥώμη + επίθημα -αλέος (πρβλ. γηραλέος, πειναλέος)].

Greek Monotonic

ῥωμᾰλέος: -α, -ον (ῥώμη
1. ισχυρός στο σώμα, δυνατός, εύρωστος, σε Πλάτ.
2. λέγεται για πράγματα, ισχυρός, δυνατός, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ῥωμᾰλέος, η, ον, ῥώμη
1. strong of body, Plat.
2. of things, mighty, strong, Hdt.