θεοπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theoprepis
|Transliteration C=theoprepis
|Beta Code=qeopreph/s
|Beta Code=qeopreph/s
|Definition=ές, [[meet for a god]], Ἥρας δῶμα <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>10.2</span>; πεδίον <span class="bibl">D.S.11.89</span>; [[πομπή]], [[μορφή]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dio</span>28</span>, <span class="bibl">2.780a</span>; ὀνόματα <span class="bibl">Max.Tyr.6.2</span>; [[marvellous]], θέαμα <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alc.</span>34</span>, etc.; τὸ θ. τῶν διατεταγμένων <span class="bibl">Ph.2.137</span>: Sup. -έστατος, ἄγαλμα Plu.2.780f. Adv. -πῶς <span class="title">IG</span>5(1).1390.3 (Andania, i B.C.), <span class="bibl">D.S.4.2</span>, <span class="bibl">Ph.1.154</span>, al., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Alex.</span>15</span>, etc.
|Definition=θεοπρεπές, [[meet for a god]], Ἥρας δῶμα Pi.''N.''10.2; πεδίον D.S.11.89; [[πομπή]], [[μορφή]], Plu.''Dio''28, 2.780a; ὀνόματα Max.Tyr.6.2; [[marvellous]], θέαμα Plu.''Alc.''34, etc.; τὸ θ. τῶν διατεταγμένων Ph.2.137: Sup. θεοπρεπέστατος, ἄγαλμα Plu.2.780f. Adv. [[θεοπρεπῶς]] ''IG''5(1).1390.3 (Andania, i B.C.), D.S.4.2, Ph.1.154, al., Luc.''Alex.''15, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοπρεπής Medium diacritics: θεοπρεπής Low diacritics: θεοπρεπής Capitals: ΘΕΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: theoprepḗs Transliteration B: theoprepēs Transliteration C: theoprepis Beta Code: qeopreph/s

English (LSJ)

θεοπρεπές, meet for a god, Ἥρας δῶμα Pi.N.10.2; πεδίον D.S.11.89; πομπή, μορφή, Plu.Dio28, 2.780a; ὀνόματα Max.Tyr.6.2; marvellous, θέαμα Plu.Alc.34, etc.; τὸ θ. τῶν διατεταγμένων Ph.2.137: Sup. θεοπρεπέστατος, ἄγαλμα Plu.2.780f. Adv. θεοπρεπῶς IG5(1).1390.3 (Andania, i B.C.), D.S.4.2, Ph.1.154, al., Luc.Alex.15, etc.

German (Pape)

[Seite 1197] ές, einem Gotte angemessen, seiner würdig; Ἥρας δῶμα Pind. N. 10, 2; καὶ ἱερὰ πομπή Plut. Dio 28; πεδίον D. Sic. 11, 89, a. Sp. – Adv., θεοπρεπῶς ἐσταλμένος Luc. Alex. 15.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui convient à un dieu, digne d'un dieu, magnifique.
Étymologie: θεός, πρέπω.

Russian (Dvoretsky)

θεοπρεπής:
1 подобающий богам, приличествующий божеству, достойный бога или богини (Ἣρας δῶμα Pind.; πομπή Plut.; τέμενος Diod.);
2 великолепный, изумительный (θέαμα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

θεοπρεπής: -ές, κατάλληλος, ἁρμόζων, πρέπων θεῷ, Ἥρας δῶμα Πίνδ. Ν. 10. 2∙ τέμενος Διόδ. 11. 89∙ πομπή, μορφὴ Πλούτ. Δίωνι 28., 2. 780Α∙ θαυμαστός, θέαμα ὁ αὐτ. Ἀλκιβ. 34, κτλ. - Ἐπίρρ. -πῶς, Λουκ. Ἀλεξ. 15.

English (Slater)

θεοπρεπής fit for a god Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖτε (N. 10.2)

Greek Monolingual

-ές (AM θεοπρεπής, -ές)
1. αυτός που αρμόζει σε θεό, ο θεϊκός
2. θαυμάσιος, θαυμαστόςθέαμα σεμνὸν καὶ θεοπρεπές», Πλούτ.)
επίρρ...
θεοπρεπώς (AM θεοπρεπῶς)
με θεοπρεπή τρόπο, με τρόπο που ταιριάζει σε θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. ευπρεπής, μεγαλοπρεπής].

Greek Monotonic

θεοπρεπής: -ές (πρέπω), κατάλληλος, ταιριαστός σε θεό, σε Πίνδ.· επίρρ. -πῶς, σε Λουκ.

Middle Liddell

θεο-πρεπής, ές πρέπω
meet for a god, Pind. adv. -πῶς, Luc.