πραϋμενής: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=praymenis
|Transliteration C=praymenis
|Beta Code=prau+menh/s
|Beta Code=prau+menh/s
|Definition=ές, [[of gentle spirit]], Hsch., in Adv. [[πραϋμενῶς]]; in form [[πρηϋμενῶς]], <span class="title">IG</span>14.2012<span class="hiitalic">A</span>40 (Sulp.Max.); more freq. in the contr. form [[πρευμενής]] ([[quod vide|q.v.]]).
|Definition=πραϋμενές, [[of gentle spirit]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], in Adv. [[πραϋμενῶς]]; in form [[πρηϋμενῶς]], ''IG''14.2012A40 (Sulp.Max.); more freq. in the contr. form [[πρευμενής]] ([[quod vide|q.v.]]).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾱϋμενής Medium diacritics: πραϋμενής Low diacritics: πραϋμενής Capitals: ΠΡΑΫΜΕΝΗΣ
Transliteration A: praümenḗs Transliteration B: praumenēs Transliteration C: praymenis Beta Code: prau+menh/s

English (LSJ)

πραϋμενές, of gentle spirit, Hsch., in Adv. πραϋμενῶς; in form πρηϋμενῶς, IG14.2012A40 (Sulp.Max.); more freq. in the contr. form πρευμενής (q.v.).

German (Pape)

[Seite 696] ές, sanftmüthig, ursprüngliche Form von πρευμενής; Hesych. hat πραϋμένως, προθύμως.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱϋμενής: -ές, «ὁ πράῳ τῷ μένει χρώμενος» Ἡσύχ. ἐν τῷ ἐπιρρ. -νῶς.

Greek Monolingual

και πραϋμενής, πραϋμενές, Α
1. ο ήπιος, φιλικός απέναντι σε κάποιον, πράος («δοκοῦντας εἶναι κάρτα πρευμενεῖς ἐμοί», Αισχύλ.)
2. (για γεγονότα, συμβάντα) ευνοϊκός, αίσιος, καλός («πρευμενοῦς.,. νόστου τυχόντας», Ευρ.)
3. αυτός που εξευμενίζει, εξιλαστήριος, εξιλαστικός («πρευμενεῖς χοάς», Αισχύλ.).
επίρρ...
πρευμενῶς και πραϋμενῶς και ιων. τ. πρηϋμενῶς, Α
με πρευμενή τρόπο, με ήπια διάθεση, με φιλικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πρευμενής, κατά μία άποψη, ανάγεται σε αμάρτυρο τ. πρηυμενής, ο οποίος προήλθε, με διφθογγισμό τών -ηϋ-, από το επίθ. πρᾶος / πρηΰς και τη λ. μένος «πάθος, ψυχική ορμή, ψυχική διάθεση» (πρβλ. και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. πραϋμενῶς
προθύμως, πράῳ τῷ μένει χρώμενος). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο τ. πρευμενής πρέπει να θεωρηθεί ως ιων. τ. της τραγωδίας που έχει προέλθει από το πρηυμενής με βράχυνση της μακράς διφθόγγου προ του ημιφώνου -μ- κατά τον νόμο του Osthoff (πρβλ. βασιλεύς < βασιληύς). Κατ' άλλη, όμως, άποψη, η λ. πρευμενής έχει χρησιμοποιηθεί για μετρικούς λόγους αντί του απλού εὐμενής και επομένως έχει προέλθει από τον σύνθ. τ. προευμενής με έκθλιψη του -ο- του πρώτου συνθετικού πρό (πρβλ. πρηγορεών < προη-γορεών)].