Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάσα: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kasa
|Transliteration C=kasa
|Beta Code=ka/sa
|Beta Code=ka/sa
|Definition=ἡ, prob. = Lat. [[casa]], [[cot]], dub. in <span class="bibl">Ath.Mech.25.7</span>, cf. Hsch.
|Definition=ἡ, prob. = Lat. [[casa]], [[cot]], dub. in Ath.Mech.25.7, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάσα Medium diacritics: κάσα Low diacritics: κάσα Capitals: ΚΑΣΑ
Transliteration A: kása Transliteration B: kasa Transliteration C: kasa Beta Code: ka/sa

English (LSJ)

ἡ, prob. = Lat. casa, cot, dub. in Ath.Mech.25.7, cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κάσα: ἡ, τὸ Λατ. casa, οἰκία, καλύβη, οἴκησις, Ἀθήν. Μηχ. σ. 6, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
κάσα, ἡ (Α)
οίκημα, καλύβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. casa «σπίτι»].
(II)
η
1. κιβώτιο από σανίδες μέσα στο οποίο τοποθετούνται αντικείμενα για φύλαξη ή μεταφορά, κασόνι
2. φέρετρο νεκρού, κιβούρι, νεκροκρέβατο
3. σιδερένιο χρηματοκιβώτιο
4. ταμείο
5. (σε τυχερά παιχνίδια) α) το ποσό που κατατίθεται για την χαρτοπαιξία («τί κάσα θα βάλουμε;»)
β) (στο παιχνίδι της πρέφας) η χρέωση που καθορίζεται αρχικά για κάθε παίκτη, η οποία αυξομειώνεται ανάλογα με τις επιτυχίες ή τις αποτυχίες του
6. το σανιδένιο ή μεταλλικό πλαίσιο κουφωμάτων στο οποίο στηρίζονται τα θυρόφυλλα ή παραθυρόφυλλα, θύρωμα, αλλ. περβάζι, τελάρο
7. (για αμάξια ή αυτοκίνητα) το αμάξωμα, το πήγμα, αλλ. καροσερί, καρότσα
8. (στην τυπογραφία) η στοιχειοθήκη, δηλ. ξύλινο κιβώτιο με μικρά χωρίσματα ὅπου τοποθετούνται τα τυπογραφικά στοιχεία
9. φρ. α) «γκραν κάσα» — το μεγάλο τύμπανο ορχήστρας ή στρατιωτικής μουσικής
β) ναυτ. i) «κάσα του τσιμπουκιού» — έδρα του επιστηλίου
ii) «κάσα του μακαρά» — θήκη του τροχίλου
iii) «κάσα του κουβουσιού» — η βαλβίδα της καθόδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cassa < λατ. capsa «κιβώτιο»].