κωτίλος: Difference between revisions

From LSJ

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "Thier" to "Tier")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1547.png Seite 1547]] ([[κόπτω]]? eigtl. durch Geschwätzigkeit ermüdend), [[geschwätzig]], [[plauderhaft]], bes. mit dem Nebenbegriffe des Schmeichelns, [[kosend]]; Theogn. 295; τὰ φίλτρα τὰ κωτίλα Ep. ad. 660 (VII, 221); [[ἀνήρ]] Soph. frg. 606; von der Schwalbe, Anacr. 9, 2, wie Arist. H. A. 1, 1 a. E. die Thiere eintheilt in κωτίλα καὶ σιγηλὰ ζῶα; Folgde; καὶ [[λάλος]] D. Hal. 6, 70; καὶ [[φιλόφωνος]] Plut. adv. Col. 29; κωτίλη [[ἁρμονία]] D. Hal. de vi Dem. 49; ὄμματα, geschwätzige, vielsagende Augen, Philodem. 13 (V, 131). – Adv., [[spottend]], Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1547.png Seite 1547]] ([[κόπτω]]? eigtl. durch Geschwätzigkeit ermüdend), [[geschwätzig]], [[plauderhaft]], bes. mit dem Nebenbegriffe des Schmeichelns, [[kosend]]; Theogn. 295; τὰ φίλτρα τὰ κωτίλα Ep. ad. 660 (VII, 221); [[ἀνήρ]] Soph. frg. 606; von der Schwalbe, Anacr. 9, 2, wie Arist. H. A. 1, 1 a. E. die Tiere eintheilt in κωτίλα καὶ σιγηλὰ ζῶα; Folgde; καὶ [[λάλος]] D. Hal. 6, 70; καὶ [[φιλόφωνος]] Plut. adv. Col. 29; κωτίλη [[ἁρμονία]] D. Hal. de vi Dem. 49; ὄμματα, geschwätzige, vielsagende Augen, Philodem. 13 (V, 131). – Adv., [[spottend]], Sp.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 05:35, 27 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωτῐ́λος Medium diacritics: κωτίλος Low diacritics: κωτίλος Capitals: ΚΩΤΙΛΟΣ
Transliteration A: kōtílos Transliteration B: kōtilos Transliteration C: kotilos Beta Code: kwti/los

English (LSJ)

[ῐ], κωτίλη, κωτίλον,
A chattering, babbling, Thgn.295, S.Fr.683.3; of women, Theoc.15.89; κωτίλε (κωτίλλε codd.) 'chatterbox', gloss on τέττα, Hellad. ap. Phot.Bibl.p.531 B.; of the swallow, twittering, Anacr.154, Simon.243; generally, of animals, vocal, opp. σιγηλός, Arist.HA488a33.
II metaph., lively, expressive, ῥήματα Theoc. 20.7; ὄμμα κωτίλον = speaking eye, AP5.130 (Phld.); persuasive, φίλτρα ib.7.221; κωτίλη ἁρμονία, κωτίλη μουσική, babbling, i.e. light, music, D.H.Dem. 49, Plu.2.1136b; κῶλα πολὺ τὸ κωτίλον ἔχοντα D.H.Dem.40; κωτίλας ἄνακτα μοίσας IG42(1).130.16 (Epid.).

German (Pape)

[Seite 1547] (κόπτω? eigtl. durch Geschwätzigkeit ermüdend), geschwätzig, plauderhaft, bes. mit dem Nebenbegriffe des Schmeichelns, kosend; Theogn. 295; τὰ φίλτρα τὰ κωτίλα Ep. ad. 660 (VII, 221); ἀνήρ Soph. frg. 606; von der Schwalbe, Anacr. 9, 2, wie Arist. H. A. 1, 1 a. E. die Tiere eintheilt in κωτίλα καὶ σιγηλὰ ζῶα; Folgde; καὶ λάλος D. Hal. 6, 70; καὶ φιλόφωνος Plut. adv. Col. 29; κωτίλη ἁρμονία D. Hal. de vi Dem. 49; ὄμματα, geschwätzige, vielsagende Augen, Philodem. 13 (V, 131). – Adv., spottend, Sp.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 qui babille;
2 fig. qui séduit par son babil ; séduisant, séducteur, enchanteur.
Étymologie: DELG sans étym.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωτίλος -η -ον praatgraag:; τί δὲ τίν, εἰ κωτίλαι εἰμές; wat gaat het jou aan of wij praatgraag zijn? Theocr. Id. 15.89; verleidelijk:. κωτίλα ῥήματα verleidelijke woorden Theocr. Id. 20.7.

Russian (Dvoretsky)

κωτίλος: (ῐ)
1 говорливый, болтливый или щебечущий Theocr., Soph., Arst.;
2 выразительный, многоговорящий (ῥήματα Theocr.; ὄμμα Anth.);
3 манящий, соблазнительный (φίλτρα Anth.).

Greek Monolingual

κωτίλος, -η, -ον (Α)
1. φλύαρος
2. (για ζώα) αυτός που έχει φωνή, σε αντιδιαστολή με τον σιγηλό («καὶ τὰ μὲν κωτίλα, τὰ δὲ σιγηλά», Αριστοτ.)
3. μτφ. εκφραστικός («κωτίλον ὄμμα», Φιλόδ.)
4. (για μουσική) αυτός που δεν είναι σοβαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -ίλος, κατά το ποικίλος].

Greek Monotonic

κωτίλος: -η, -ον,
I. λέγεται για χελιδόνι, φλύαρος, πολυλογάς, αδολεσχής, σε Ανακρ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, ομιλητικός, Λατ. gartulus, σε Θέογν., Θεόκρ.
II. μεταφ., εκφραστικά, ζωηρά, σε Θεόκρ., Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κωτίλος: -η, -ον, φλύαρος, πολυλόγος, ἀδολέσχης, Λατ. garrulus, Θέογν. 295, Σοφ. Ἀποσπ. 606· ἐπὶ γυναικῶν, Θεόκρ. 15. 89· ἐπὶ χελιδόνος, λάλος, Ἀνακρ. 99, Σιμων. 243 (πρβλ. κωτιλάς)· καὶ οὕτω καθόλου ἐπὶ ζῴων, ἅπερ ὁ Ἀριστ. διαιρεῖ εἰς κωτίλα καὶ σιγηλά, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29. ΙΙ. μεταφ., ζωηρός, ἐκφραστικός, ῥήματα Θεόκρ. 20. 7· ὄμματα κ., Λατ. loquaculi, Ἀνθ. Π. 5. 131· καταπειστικός, φίλτρα αὐτόθι 7. 221· κ. ἁρμονία, μουσική, οὐχὶ σοβαρὰ δηλαδ., Διον. Ἁλ. π. Δημ. 49, Πλούτ. 2. 1136Β.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: chattering, babbling (Thgn., Arist.); -άς f. Boeot. name of the swallow (Stratt.).
Derivatives: κωτίλλω chatter (Hes., D.H.); κωτιλίζω id. (Call.); κωτιλία chattering (Gloss.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation as ποικίλος a. o. (Schwyzer 484 f., Chantraine Formation 248) without etymology. Proposals in Bq and WP. 1, 384.

Middle Liddell

κωτίλος, η, ον [from κωτίλλω
I. of a swallow, twittering, Anacr., etc.: of persons, chattering, prattling, babbling, Lat. garrulus, Theogn., Theocr.
II. metaph. lively, expressive, Theocr., Anth.

Frisk Etymology German

κωτίλος: {kōtílos}
Forms: -άς f. böot. N. der Schwalbe (Stratt.).
Meaning: schwätzend (ep. poet. seit Thgn., auch Arist. u. sp. Prosa);
Derivative: Davon κωτίλλω schwätzen (ep. poet. seit Hes., D.H.); κωτιλίζω ib. (Kall.); κωτιλία Schwätzerei (Gloss.).
Etymology: Bildung wie ποικίλος u. a. (Schwyzer 484 f., Chantraine Formation 248) ohne Etymologie. Vergebliche Versuche sind bei Bq und WP. 1, 384 notiert.
Page 2,64

Mantoulidis Etymological

(=φλύαρος, ἀνόητος, ζωηρός). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του.

Translations

persuasive

Azerbaijani: tutarlı, inandırıcı, qaneedici, sübutlu, əsaslı; Bulgarian: убедителен; Catalan: persuasiu; Chinese Mandarin: 有說服力的/有说服力的; Czech: přesvědčivý; Finnish: suostutteleva, vakuuttava; French: persuasif, convaincant; Galician: persuasivo, persuasor; German: überzeugend, Überredungs-; Greek: πειστικός; Ancient Greek: ἄμαχος, ἀναπειστήριος, ἀξιοτέκμαρτος, ἀποδεικτικός, ἀσφαλής, δυσωπητικός, εὐπειθής, εὐπιθής, κωτίλος, παραρρητός, πειθός, πειστήριος, πειστικός, περαντικός, πιθανός, πιστευτικός, πιστικός, προσαγωγός, προτρεπτικός, συνακτικός, συνερκτικός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Latin: suasorius; Polish: przekonujący, przekonywający; Portuguese: persuasivo, persuasível, convincente, persuasório; Romanian: convingător, persuasiv; Russian: убедительный; Serbo-Croatian Roman: persuazivan, uvjerljiv; Spanish: persuasivo, convincente, persuasor, persuasorio; Swedish: övertygande