ἐνηλλαγμένως: Difference between revisions
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνηλλαγμένως]] (Α)<br />(επίρρ. από τη μτχ. <i>ενηλλαγμένος</i> του παθ. παρακμ. του [[εναλλάσσω]])<br /><b>1.</b> [[κατά]] αντίστροφη [[θέση]] ή [[σειρά]]<br /><b>2.</b> αμοιβαία, [[εναλλάξ]] («[[ἐνηλλαγμένως]] τοῖς ποσὶν ἵστασθαι» — [[πότε]] με το ένα, [[πότε]] με το [[άλλο]] [[πόδι]] [[εναλλάξ]], Προκόπ. Γαζ.)<br /><b>3.</b> παραλλαγμένα, αλλαγμένα. | |mltxt=[[ἐνηλλαγμένως]] (Α)<br />(επίρρ. από τη μτχ. <i>ενηλλαγμένος</i> του παθ. παρακμ. του [[εναλλάσσω]])<br /><b>1.</b> [[κατά]] αντίστροφη [[θέση]] ή [[σειρά]]<br /><b>2.</b> αμοιβαία, [[εναλλάξ]] («[[ἐνηλλαγμένως]] τοῖς ποσὶν ἵστασθαι» — [[πότε]] με το ένα, [[πότε]] με το [[άλλο]] [[πόδι]] [[εναλλάξ]], Προκόπ. Γαζ.)<br /><b>3.</b> παραλλαγμένα, αλλαγμένα. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[inversely]]=== | |||
Bulgarian: обратно; Finnish: käänteisesti; French: [[inversement]]; German: [[umgekehrt]]; Greek: [[αντίθετα]], [[ανάποδα]], [[αντίστροφα]]; Ancient Greek: [[ἀλλάξ]], [[ἀνάπαλι]], [[ἀνάπαλιν]], [[ἀναστρόφως]], [[ἀναστροφίως]], [[ἀνεστραμμένως]], [[ἀντεστραμμένως]], [[ἀντιπεπονθότως]], [[ἀντιστρόφως]], [[ἔμπαλιν]], [[ἐνηλλαγμένως]]; Spanish: [[inversamente]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 19:01, 9 February 2024
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of ἐναλλάσσω,
A reversely, in reverse order, Meno Iatr.17.42; inverting the true order, Plot.3.7.13.
2 crosswise, = ἐναλλάξ, τοῖς ποσὶν ἵστασθαι Procop. Gaz.p.163B.
Spanish (DGE)
adv. sobre part. perf. de ἐναλλάσσω
1 de modo opuesto, al contrario ὅταν δὲ μὴ οὕτως γίνηται, ἀλλ' ἐ. ἡ γένεσις Anon.Lond.17.42, ἐ. μοὶ δοκεῖ τὴν ἑρμηνείαν ποιεῖσθαι Gal.18(1).352, ταῦτα ἐ. (ἐστι) estas afirmaciones están en contradicción (una con otra), Plot.3.7.13
•en orden inverso, a la inversa οὐ κατὰ τὴν ἐκείνων τάξιν, ἀλλ' ἐ. ἀριθμοῦσιν Plu.2.672c.
2 de modo cambiante κέχρηται ... ἐ. τοῖς ῥήμασι τούτοις Basil.M.29.445B
•en orden cambiado, de modo alternante ἐ., οὐ τετηρημένως ταῖς τάξεσι Gr.Naz.M.36.253D.
3 en forma de cruz τοῖς ποσὶν ἐ. ἱστάμενος de pie con las piernas cruzadas Procop.Gaz.Imag.19.
German (Pape)
[Seite 840] verwechselt, vertauscht, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνηλλαγμένως: Ἐπιρρ., μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἐναλλάσσω, κατ᾿ ἐναλλαγήν, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἐνηλλαγμένως (Α)
(επίρρ. από τη μτχ. ενηλλαγμένος του παθ. παρακμ. του εναλλάσσω)
1. κατά αντίστροφη θέση ή σειρά
2. αμοιβαία, εναλλάξ («ἐνηλλαγμένως τοῖς ποσὶν ἵστασθαι» — πότε με το ένα, πότε με το άλλο πόδι εναλλάξ, Προκόπ. Γαζ.)
3. παραλλαγμένα, αλλαγμένα.
Translations
inversely
Bulgarian: обратно; Finnish: käänteisesti; French: inversement; German: umgekehrt; Greek: αντίθετα, ανάποδα, αντίστροφα; Ancient Greek: ἀλλάξ, ἀνάπαλι, ἀνάπαλιν, ἀναστρόφως, ἀναστροφίως, ἀνεστραμμένως, ἀντεστραμμένως, ἀντιπεπονθότως, ἀντιστρόφως, ἔμπαλιν, ἐνηλλαγμένως; Spanish: inversamente