ἐμφύσημα: Difference between revisions
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ἐμφῡ́σημα | ||
|Medium diacritics=ἐμφύσημα | |Medium diacritics=ἐμφύσημα | ||
|Low diacritics=εμφύσημα | |Low diacritics=εμφύσημα |
Latest revision as of 13:52, 12 February 2024
English (LSJ)
-ατος, τό, an inflation of the stomach, peritoneum, or cellular tissue, mostly of the stomach, Hp.Epid.3.17.ιγ, Gal.19.132; swelling of the eye, Dem.Ophth. ap. Aët.7.14; of the knee, Gal.12.203.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I medic.
1 hinchazón de carácter patológico, enfisema, inflamación ἐ. κακόν Hp.Epid.3.17.13, ὁ δὲ μετ' ἐμφυσημάτων (ὕδρωψ) Hp.Acut.(Sp.) 52, cf. 55, Erot.90.5, Dsc.3.146.1, Gal.19.132
•frec. acompañado de edema y producido por aire, acumulación de humores o magulladuras, Gal.5.677, 18(2).786, Aët.16.112, Orib.45.22.1, Aët.15.2, Paul.Aeg.4.28, Hippiatr.47.2.
2 tumor o quiste en el ojo ἡ ... πάγχρηστος ὑγρὰ πρὸς ἐμφυσήματα κνησμώδη Aët.7.101, cf. Alex.Trall.Oc.142, ἐ. ὄγκος ἐστὶν οἰδηματώδης τοῦ βλεφάρου Paul.Aeg.3.22.8.
II crist.
1 soplo, soplido en exorcismos τὸ ἁπλοῦν ἐ. τοῦ ἐπορκίζοντος, πῦρ γίνεται τῷ μὴ φαινομένῳ el simple soplo del exorcista se hace fuego para el (enemigo) invisible Cyr.H.Catech.16.19.
2 soplo, insuflación como hálito divino ἡ μὲν ψυχή ἐστιν ἄφθαρτος, μέρος οὖσα τοῦ θεοῦ καὶ ἐ. Iust.Phil.Fr.107.304, cf. Adam.Dial.70.12, Cyr.Al.Mt.81.2, Io.Caes.5.2.206
•del Espíritu Santo espiración ἡ γραφὴ ... τὸ ἅγιον πνεῦμα ἐ. τοῦ θεοῦ λέγει Ath.Al.M.26.1020A, cf. Ammon.Io.631.4, τὸ ἴδιον αὐτοῖς πνεῦμα διδοὺς δι' ἐμφανοῦς ἐμφυσήματος entregándoles su propio Espíritu mediante un soplo visible Cyr.Al.M.74.716A.
German (Pape)
[Seite 820] τό, das Eingeblasene, a) bei Medic. Blähung, u. eine Luft enthaltende Geschwulst zwischen Fleisch u. Haut. – b) bei K. S. heiliger Geist.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφύσημα: τό, φούσκωμα, πρήξιμον τοῦ στομάχου ἢ ἄλλων μερῶν τοῦ σώματος, «τὸ ἐμφύσημα πνεῦμά ἐστι φυσῶδες ποτὲ μὲν ἐπὶ τῷ δέρματι, ποτὲ δὲ ὑπὸ τοῖς περιοστέοις ὑμέσιν ἢ τοῖς τοὺς μῦς περιέχουσιν ἀθροιζόμενον, ποτὲ δὲ κατὰ τὴν γαστέρα καὶ τοῦ περιτοναίου μεταξύ, καὶ ποιεῖ τοὺς τυμπανίας ὑδέρους», κτλ., Θεοφ. Νόνν. τ. 2. σ. 267, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1111, κ. ἀλλ., καθ’ Ἡσύχ. «πάθος περὶ τοὺς ὀφθαλμούς». ΙΙ. ἐπίπνευσις τοῦ ἁγ. Πνεύματος, θεοπνευστία, Κλήμ. Ἀλ. 603, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
το (AM ἐμφύσημα)
νεοελλ.
διήθηση οργάνου από διείσδυση αέρα («εμφύσημα πνευμόνων ή πνευμονικό», υποδόριο ή μεσαυλικό, οξύ ή χρόνιο»)
μσν.
1. «θεῖον ή Θεοῦ ἐμφύσημα» — η επίπνευση του Αγίου Πνεύματος, η θεοπνευστία
2. πνοή.
αρχ.
διόγκωση, πρήξιμο, φούσκωμα κάποιου μέρους του σώματος.