ἁλίς: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">, \(\[\[(.*?)\]\]\)<\/b>" to ", ($1)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=alis
|Transliteration C=alis
|Beta Code=a(li/s
|Beta Code=a(li/s
|Definition=-ίδος, ἡ<b class="b3">, ([[ἅλς]])</b> = [[ἁλμυρίς]], Eust.706.56.
|Definition=-ίδος, ἡ, ([[ἅλς]]) = [[ἁλμυρίς]], Eust.706.56.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 10:48, 17 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίς Medium diacritics: ἁλίς Low diacritics: αλίς Capitals: ΑΛΙΣ
Transliteration A: halís Transliteration B: halis Transliteration C: alis Beta Code: a(li/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, (ἅλς) = ἁλμυρίς, Eust.706.56.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ salazón Eust.906.56.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίς: -ίδος, ἡ (ἅλς), = ἁλμυρίς, Εὐστ. 706. 56.

Greek Monolingual

ἅλις επίρρ. (Α)
1. κατά σωρούς, σωρηδόν, σε αφθονία και με τροποποίηση της αρχικής έννοιας «ικανοποιητικά», «αρκετά» (στον Όμ. συνδέεται ιδιαίτερα με ρήμα, συχνά και με ουσιαστικό ή επίθετο
σπάνια συνδέεται με ουσιαστικό ή επίθετο στην αττ. διάλεκτο)
2. (ως απρόσωπη έκφραση ἅλις (εννοείται ἐστί), είναι αρκετό, αρκεί
3. (στους Αττικούς με γενική πράγματος) ἅλις τινός, αρκετό μέρος από κάποιο πράγμα
4. συχνά ως κατακλείδα συζητήσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίο ποιητικό επίρρημα, που απαντά επίσης στους Ηρόδοτο, Αριστοτέλη και Πλάτωνα. Η επιρρηματική κατάλ. -ις (που υπάρχει επίσης και στους επιρρηματικούς τ. μόγις, μόλις «με κόπο, μόλις και μετά βίας», χωρίς κ.λπ.) ανάγεται συνήθως σε παλαιότερο τ. ονομαστικής ουσιαστικού ( ἅλις «συσσώρευση») ή επιθέτου ( ἅλις «συσσωρευμένος, συγκεντρωμένος»). Το κύριο όνομα Fαλίδιος, η γλώσσα του Ησύχιου, γάλι «ικανόν», καθώς και το ομηρικό μέτρο επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αρχικού F στη λ. Με βάση τη σημασία της και την ύπαρξη αρχικού F, η λ. συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. εἴλω «περισφίγγω, συμπιέζω, συνωθώ», καθώς και με τα επίθ. ἁλής, ἀολλής «αθρόος».
ΣΥΝΘ. αρχ. ἁλίφρων].

Greek Monolingual

ἁλίς (-ίδος), η (Μ) ἅλς
1. αλμυρό έδαφος
2. καθετί αλμυρό, αλμύρα
3. είδος κράμβης.