ζαφλεγής: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "muthig" to "mutig")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1136.png Seite 1136]] ές, sehr feurig, voll Feuer u. Leben, Il. 21, 465; von muthigen Rossen, H. h. 7, 8; nach VLL. übh. sehr leuchtend.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1136.png Seite 1136]] ές, sehr feurig, voll Feuer u. Leben, Il. 21, 465; von mutigen Rossen, H. h. 7, 8; nach VLL. übh. sehr leuchtend.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 07:34, 28 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζαφλεγής Medium diacritics: ζαφλεγής Low diacritics: ζαφλεγής Capitals: ΖΑΦΛΕΓΗΣ
Transliteration A: zaphlegḗs Transliteration B: zaphlegēs Transliteration C: zaflegis Beta Code: zaflegh/s

English (LSJ)

ζαφλεγές, Ep. Adj.
A full of fire, of men at their prime, ἄλλοτε μέν τε ζαφλεγέες τελέθουσιν… ἄλλοτε δὲ Φθινύθουσιν ἀκήριοι Il.21.465; of fiery horses, h.Hom.8.8.
II shining, bright, ἄστρα Orac. ap. Eus.PE3.15; σέλας Nonn. D. 2.26.

German (Pape)

[Seite 1136] ές, sehr feurig, voll Feuer u. Leben, Il. 21, 465; von mutigen Rossen, H. h. 7, 8; nach VLL. übh. sehr leuchtend.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
plein de feu.
Étymologie: ζα-, φλέγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζαφλεγής -ές [ζα-, φλέγω] vurig. Il. 21.465 ( overdr. van pers. ).

Russian (Dvoretsky)

ζαφλεγής: пламенный, полный огня (ζαφλεγεῖς βροτοί Hom.; πῶλοι HH).

English (Autenrieth)

ές (φλέγω): strongly burning, met., full of fire, Il. 21.465†.

Greek Monolingual

ζαφλεγής, -ές (Α)
(επικ. επίθ.)
1. (για άνδρες που βρίσκονται στην ακμή τους) γεμάτος φλόγα, σφριγηλός, ζωηρόςἄλλοτε μἐν ζαφλεγέες τελέθουσιν», Ομ. Ιλ.)
2. (για Ίππους) γεμάτος ορμή και ζωντάνια, ορμητικός, πυρώδης
3. αυτός που λάμπει πολύ, ο λαμπρός («ζαφλεγές σέλας», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -φλεγης (< φλέγω), πρβλ. κοσμοφλεγής, πυριφλεγής].

Greek Monotonic

ζᾰφλεγής: -ές (φλέγω), αυτός που είναι γεμάτος φλόγα, περιφλεγής, διάπυρος, ορμητικός, εύρωστος, λέγεται για άνδρες που βρίσκονται στην ακμή της δύναμής τους, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

ζᾰφλεγής: -ές, ἐπ. ἐπίθ., περιφλεγής, πλήρης πυρός, ἐπὶ ἀνδρῶν ἐν τῇ ἀκμῇ αὐτῶν, ἄλλοτε μέν τε ζαφλεγέες τελέθουσιν..., ἄλλοτε δ’ αὖ φθινύθουσιν ἀκήριοι Ἰλ. Φ. 465· ἐπὶ πυρωδῶν, ὁρμητικῶν ἵππων, Ὕμν. Ὁμ. 7. 8. ΙΙ. σφόδρα λάμπων, μεγαλοφεγγής, Ἡσύχ.

Middle Liddell

ζᾰ-φλεγής, ές φλέγω
full of fire, of men at their prime, Il.