προαγωγεύω: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
m (Text replacement - "εκπορνεύω];;" to "εκπορνεύω;")
Line 36: Line 36:
{{trml
{{trml
|trtx====(make one a) [[prostitute]]===
|trtx====(make one a) [[prostitute]]===
Danish: tvinge ind i prostitution; Finnish: saattaa häpeään, prostituoida; Galician: prostituír; German: [[prostituieren]]; Greek: [[βγάζω στην πιάτσα]], [[βγάζω στο κλαρί]], [[βγάζω στο κουρμπέτι]], [[βγάζω στο πεζοδρόμιο]], [[εκδίδω]], [[εκπορνεύω]]; Ancient Greek: [[διαμαστροπεύω]], [[καταπορνεύω]], [[μαστροπεύω]], [[πορνεύω]], [[προαγωγεύω]]; Latin: [[prostituo]]; Latvian: prostituēt; Macedonian: проституира; Polish: prostytuować, sprostytuować; Portuguese: [[prostituir]]; Romanian: prostitua; Spanish: [[prostituir]]; Swahili: ukahaba
Danish: tvinge ind i prostitution; Finnish: saattaa häpeään, prostituoida; Galician: prostituír; German: [[prostituieren]]; Greek: [[βγάζω στην πιάτσα]], [[βγάζω στο κλαρί]], [[βγάζω στο κουρμπέτι]], [[βγάζω στο πεζοδρόμιο]], [[εκδίδω]], [[εκπορνεύω]], [[μαυλίζω]]; Ancient Greek: [[διαμαστροπεύω]], [[καταπορνεύω]], [[μαστροπεύω]], [[πορνεύω]], [[προαγωγεύω]]; Latin: [[prostituo]]; Latvian: prostituēt; Macedonian: проституира; Polish: prostytuować, sprostytuować; Portuguese: [[prostituir]]; Romanian: prostitua; Spanish: [[prostituir]]; Swahili: ukahaba
}}
}}

Revision as of 09:21, 17 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰγωγεύω Medium diacritics: προαγωγεύω Low diacritics: προαγωγεύω Capitals: ΠΡΟΑΓΩΓΕΥΩ
Transliteration A: proagōgeúō Transliteration B: proagōgeuō Transliteration C: proagogeyo Beta Code: proagwgeu/w

English (LSJ)

A prostitute or procure, ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα Lex ap. Aeschin.1.14, cf. Ps.-Phoc.177, Plu.Sol. 23:—Pass., Theopomp.Hist.240.
2 metaph., αὐτὸς ἑαυτὸν π. ὀφθαλμοῖς Ar.Nu.980; π. τινὰ Προδίκῳ X. Smp.4.62.

German (Pape)

[Seite 705] verführen, verkuppeln; αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύων τοῖς ὀφθαλμοῖς, Ar. Nub. 967; ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα, Aesch. 1, 14, wie D. L. 10, 3; Plut. Sol. 23.

French (Bailly abrégé)

prostituer.
Étymologie: προαγωγός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προαγωγεύω [προαγωγός] prostitueren, seksueel exploiteren.

Russian (Dvoretsky)

προᾰγωγεύω: сводничать, тж. совращать (παῖδα ἢ γυναῖκα Aeschin.; ἑαυτόν Arph.).

Greek Monolingual

ΝΑ προαγωγός
εκτελώ το έργο προαγωγού, παρακινώ, εξωθώ σε πορνεία, είμαι προαγωγός, μαστροπός
αρχ.
μτφ. ενεργώ ως προξενητής, προξενεύω («αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύει ὀφθαλμοῖς», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

προᾰγωγεύω: (προαγωγός), μέλ. -σω,
1. μαστροπεύω, σε Νόμ. παρ' Αισχίν.
2. μεταφ., προαγωγεύω ἑαυτὸν ὀφθαλμοῖς, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

προᾰγωγεύω: (προαγωγὸς) ἐκτελῶ ἔργον προαγωγοῦ, μαστροπεύω, παρακινῶ εἰς πορνείαν, ἀποπλανῶ ἐλευθέραν γυναῖκα ἢ παῖδα πρὸς ἀκολασίαν, «ξελογιάζω», ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα πρ. Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 3. 9, πρβλ. Ψευδο-Φωκυλ. 177, Πλουτ. Σόλ. 23· αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύων τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐβάδιζεν Ἀριστοφ. Νεφ. 980: ― Παθ., Θεοπόμπ. Ἱστ. 182, 252. 2) μεταφορ., μετ’ αἰτ. καὶ δοτ., οἶδα μέν, ἔφη, σὲ Καλλίαν τουτονὶ προαγωγεύοντα τῷ σοφῷ Προδίκῳ, προξενοῦντα, Ξεν. Συμπ. 4. 62.

Middle Liddell

fut. σω προαγωγός
1. to prostitute, Lex ap. Aeschin.
2. metaph., πρ. ἑαυτὸν ὀφθαλμοῖς Ar.

Translations

(make one a) prostitute

Danish: tvinge ind i prostitution; Finnish: saattaa häpeään, prostituoida; Galician: prostituír; German: prostituieren; Greek: βγάζω στην πιάτσα, βγάζω στο κλαρί, βγάζω στο κουρμπέτι, βγάζω στο πεζοδρόμιο, εκδίδω, εκπορνεύω, μαυλίζω; Ancient Greek: διαμαστροπεύω, καταπορνεύω, μαστροπεύω, πορνεύω, προαγωγεύω; Latin: prostituo; Latvian: prostituēt; Macedonian: проституира; Polish: prostytuować, sprostytuować; Portuguese: prostituir; Romanian: prostitua; Spanish: prostituir; Swahili: ukahaba