χαλκεύς: Difference between revisions
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
m (elru replacement) |
m (Text replacement - "Uebh." to "Übh.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1330.png Seite 1330]] ὁ, 1) der Erz- oder Kupferarbeiter, Kupferschmied; μίτρη, τὴν χαλκῆες κάμον ἄνδρες Il. 4, 187. 216; ἣν (ἀσπίδα) χαλκεὺς ἤλασεν 12, 295; 15, 309 u. öfter; Ar. Av. 490; Plat. Prot. 319 d u. öfter, neben andern Handwerkern genannt. – | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1330.png Seite 1330]] ὁ, 1) der Erz- oder Kupferarbeiter, Kupferschmied; μίτρη, τὴν χαλκῆες κάμον ἄνδρες Il. 4, 187. 216; ἣν (ἀσπίδα) χαλκεὺς ἤλασεν 12, 295; 15, 309 u. öfter; Ar. Av. 490; Plat. Prot. 319 d u. öfter, neben andern Handwerkern genannt. – Übh. der Metallarbeiter, auch vom Goldschmiede, Od. 3, 432; als der Gebrauch des Eisens aufkam und den der übrigen Metalle überwog, der Eisenarbeiter, der Schmied; so Her. 1, 68. 4, 200; Xen. Hell. 3, 4,17; vgl. Poll. 7, 306. – Uebtr., jeder Verfertiger. – 2) ein Meerfisch, von einem schwarzen Fleck am Hintertheile benannt; Arist. H. A. 4, 9; Opp. Hal. 1, 133; Ael. H. A. 10, 11. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 06:33, 30 October 2024
English (LSJ)
-έως, ὁ: pl. χαλκεῖς, Att.
A χαλκῆς Ar.Av.490 (anap.), Pl.R.370d, Ep. χαλκῆες (v. infr.): acc. χαλκέας Id.Smp.221e, R.428d, χαλκεῖς Plu.2.214a:—coppersmith, opp. τέκτων (joiner, Pl.R.370d), ἣν [ἀσπίδα] χ. ἤλασεν Il.12.295, etc.; μίτρη, τὴν χαλκῆες κάμον ἄνδρες 4.187,216.
2 generally, worker in metal, of a goldsmith, Od.3.432; of a worker in iron. 9.391; hence later, blacksmith, smith (χαλκέας τοὺς τὸν σίδηρον ἐργαζομένους Arist.Po.1461a29), Hdt.1.68, Ar.l.c., X.HG3.4.17; ἀνὴρ χ. Hdt.4.200; χ. χαλκοῦ καὶ σιδήρου LXXGe.4.22.
II John Dory, Zeus faber, Opp.H.1.133, prob. in Arist.HA535b18; distinguished from χαλκίς, Ath.7.328d.
German (Pape)
[Seite 1330] ὁ, 1) der Erz- oder Kupferarbeiter, Kupferschmied; μίτρη, τὴν χαλκῆες κάμον ἄνδρες Il. 4, 187. 216; ἣν (ἀσπίδα) χαλκεὺς ἤλασεν 12, 295; 15, 309 u. öfter; Ar. Av. 490; Plat. Prot. 319 d u. öfter, neben andern Handwerkern genannt. – Übh. der Metallarbeiter, auch vom Goldschmiede, Od. 3, 432; als der Gebrauch des Eisens aufkam und den der übrigen Metalle überwog, der Eisenarbeiter, der Schmied; so Her. 1, 68. 4, 200; Xen. Hell. 3, 4,17; vgl. Poll. 7, 306. – Uebtr., jeder Verfertiger. – 2) ein Meerfisch, von einem schwarzen Fleck am Hintertheile benannt; Arist. H. A. 4, 9; Opp. Hal. 1, 133; Ael. H. A. 10, 11.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
I. ouvrier en cuivre ou en airain, chaudronnier ; p. ext. ouvrier en métaux :
1 celui qui travaille le fer, forgeron;
2 celui qui travaille l'or, orfèvre;
II. poisson de mer, vraisemblabl. la dorée.
Étymologie: χαλκός.
Russian (Dvoretsky)
χαλκεύς: έως ὁ
1) медник Hom.;
2) ( = χρυσοχόος) золотых дел мастер Hom.;
3) железных дел мастер, кузнец Hom. etc.;
4) солнечник (морская рыба) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκεύς: έως, ὁ: πληθ. χαλκεῖς, Ἀττ. -ῆς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 490, Πλάτ. Πολ. 378D, Ἐπικ. -ῆες (ἴδε κατωτ.)· αἰτ. χαλκέας Πλάτ. Συμπ. 221Α, Πολ. 428D, χαλκεῖς Πλούτ. 2. 214Α· ― ὁ τὸν χαλκὸν ἐργαζόμενος, χαλκουργός, ἀντίθετον τῷ τέκτων, (ξυλουργὸς) (Πλάτ. Πολ. 370D), ἣν [ἀσπίδα] χαλκεὺς ἤλασεν Ἰλ. Μ. 295, κλπ.· μίτρη, τὴν χαλκῆες κάμον ἄνδρες Δ. 187, 216. 2) καθόλου, ὁ ἐργαζόμενος τὰ μέταλλα, χρυσοχόος, τοὐλάχιστον ἐν Ὀδ. Γ. 425 ὁ χρυσοχόος καλεῖται χαλκεὺς (432)· ― σιδηρουργός, πρβλ. Ὀδ. Ι. 391 πρὸς 393· καί, ἐπειδὴ ὁ σίδηρος ἀντικατέστησε πάντα τὰ λοιπὰ μέταλλα πρὸς κοινὴν χρῆσιν, τὸ χαλκεὺς κατήντησε νὰ τίθηται ἀντὶ τοῦ σιδηρεύς, σιδηρουργός, (χ. καλεῖται ὁ τὸν σίδηρον ἐργαζόμενος Ἀριστ. Ποιητ. 25, 21), Ἡρόδ. 1. 68, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Ἑλλην. 3. 4, 17· ἀνὴρ χ. Ἡρόδ. 4. 200· χαλ. χαλκοῦ καὶ σιδήρου Ἑβδ. (Γένεσ. Δ΄, 22)· πρβλ. χαλκός, χαλκεία, χαλκεῖον. ΙΙ. ἰχθὺς θαλάσσιος φέρων μέλαν στίγμα κατὰ τὰ νῶτα, Ὀππ. Κυν. 1. 133· διάφορος τῆς χαλκίδος, Ἀθήν. 328D.
English (Autenrieth)
ῆος: coppersmith, worker in bronze; with ἀνήρ, ι 3, Il. 4.187; of a worker in metals, goldsmith, Od. 9.391, Od. 3.432.
English (Strong)
from χαλκός; a copper-worker or brazier: coppersmith.
English (Thayer)
χαλκέως, ὁ (χαλκός), from Homer down, a worker in copper or iron, a smith: A. V. coppersmith).
Greek Monolingual
-έως, ο, ΝΜΑ, και χαρκεύς Α
(λόγ. τ.)
1. χαλκουργός, χαλκιάς
2. (γενικά) σιδηρουργός, σιδεράς («καὶ ἦν σφυροκόπος χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου», ΠΔ)
νεοελλ.
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους ποτάμιων ιχθύων
αρχ.
1. τεχνίτης που κατεργάζεται μέταλλα, όπως ο χρυσοχόος
2. είδος θαλάσσιου ψαριού με μαύρα στίγματα στα νώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -εύς. Ο τ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή με τη μορφή KaKeu. Η λ. χαλκεύς δηλώνει επίσης και ένα είδος ιχθύος το οποίο ονομάστηκε έτσι λόγω του χρώματός του].
Greek Monotonic
χαλκεύς: -έως, ὁ, πληθ. χαλκεῖς, Αττ. -ῆς, Επικ. -ῆες, αιτ. χαλκέας·
1. αυτός που εργάζεται με χαλκό, χαλκουργός, αντίθ. προς το τέκτων (ξυλουργός), σε Ομήρ. Ιλ.
2. γενικά, αυτός που εργάζεται με μέταλλα, μεταλλουργός, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
χαλκεύς, έως,
1. a worker in copper, a smith, opp. to τέκτων (a joiner), Il.
2. generally, a worker in metal, a smith, Od., Hdt., etc.
Chinese
原文音譯:calkeÚj 哈而求士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:銅(匠)
字義溯源:銅匠,鐵匠,金屬工匠;源自(χαλκός)*=銅)
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 銅匠(1) 提後4:14
English (Woodhouse)
metal worker, metal-worker, worker in brass, worker in metals
Translations
coppersmith
Albanian: bakërpunues; Bulgarian: медникар; Catalan: caldaerer, courer; Chinese Mandarin: 銅匠/铜匠; Czech: mědikovec; Danish: kobbersmed; Dutch: kopersmid; Finnish: kupariseppä; French: dinandier, chaudronnier; Galician: caldeireiro; Gallurese: raminàiu; German: Kupferschmied; Gothic: 𐌰𐌹𐌶𐌰𐍃𐌼𐌹𐌸𐌰; Greek: χαλκωματάς, χαλκουργός, χαλκοπλάστης; Ancient Greek: χαλκεύς, χαλκουργός; Hungarian: rézműves; Icelandic: koparsmiður; Italian: fabbro di rame; Japanese: 銅細工人; Kazakh: мыскер; Kurdish Central Kurdish: مِسگەر; Latin: aerarius; Macedonian: бакарџија; Occitan: pairolièr; Persian: مسگر; Polish: miedziownik; Portuguese: funileiro; Romanian: arămar; Russian: медник; Sardinian Campidanese: cardareri; Logudorese: accontzalabiólu, accontzimu; Sassarese: raminàiu; Spanish: calderero; Swedish: kopparsmed