ἀξιόω: Difference between revisions
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀξιόω''': μέλλ. -ώσω: πρκμ. ἠξίωκα Ἰσοκρ. 376Α: ― Μέσ., ἴδε κατωτ. ΙΙ, 3: ― Παθ., μέλλ. ἀξιωθήσομαι Ἰσοκρ. 190Β, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἀξιώσεται Σοφ. Ἀντ. 637: ἀόρ. ἠξιώθην: πρκμ. ἠξίωμαι: ([[ἄξιος]]). Νομίζω ἢ θεωρῶ ἄξιον. Ι. μετ’ αἰτ. καὶ γεν., ἢ ἐπὶ καλῆς σημασίας, θεωρῶ τινα ἄξιον ἀμοιβῆς, ἡμᾶς ἀξιοῖ λόγου Εὐρ. Μήδ. 962· ἑαυτὸν τῶν καλλίστων Ξεν. Ἀν. 3. 2, 7· ἢ ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[νομίζω]] τινὰ ἄξιον τιμωρίας, Ἡρόδ. 3. 145· ἀξ. τινα ἀτιμίας Φίλιππ. παρὰ Δημ. 283. 25· κακοῦ Πλάτ. Ἀπολ. 38Α: ― Παθ., ἀξιεύμενος θυγατρὸς τῆς σῆς Ἡρόδ. 9. 111· λέχη δὲ τἀμὰ [[δοῦλος]] ὠνητὸς [[πόθεν]] χρανεῖ, τυράννων [[πρόσθεν]] ἠξιωμένα, θεωρούμενα ἢ [[ὄντα]] πρότερον ἄξια βασιλέων, Εὐρ. Ἑκ. 366· ἀξιοῦσθαι κακῶν Ἀντιφῶν 122. 23· τοῦ [[αὐτοῦ]] ὀνόματος Πλάτ. Φαίδων 103Ε, κ. ἀλλ. 2) μετ’ αἰτ. μόνον, ἐκτιμῶ, τιμῶ, Σοφ. Αἴ. 1114. Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 918· ἀξ. τινα προσφθέγμασιν, τιμῶ τινα διὰ προσφθεγμάτων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 903: ― Παθ. καλοῖς ὑμεναίοις ἀξιοῦσθαι Εὐρ. Ὀρ. 1210· πρβλ. Πόρσ. καὶ Ἕρμαννον ἐν Εὐρ. Ἑκ. 319 (τύμβον ἀξιούμενον ὁρᾶσθαι) καὶ Θουκ. 5. 16. 3) θεωρῶ τι ἄξιον ὡρισμένης τινὸς [[τιμῆς]], ἐκτιμῶ, ὁπόσης ἂν [[τιμῆς]] ἀξιώσῃ τὸ πωλούμενον Πλάτ. Νόμ. 917Δ. ΙΙ. μετ’ αἰτιατ. προσ. καὶ ἀπαρ., [[νομίζω]] τινὰ ἄξιον νὰ πράξῃ ἢ νὰ [[εἶναι]], σέ τοι ἠξίωσε ναίειν Εὐρ. Ἄλκ. 572· οὐκ ἀξιῶ ’γώ ’μαυτὸν ἰσχύειν μέγα Ἀριστοφ. Ἱππ. 182· τί σαυτὸν ἀποτίνειν ἀξιοῖς; Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 7: ― Παθ., Πινδ. Ν. 10. 73, Αἰσχύλ. Πρ. 240· [[διδάσκαλος]] ἀξιοῦσθαι, ἐκτιμᾶσθαι ὡς… Πλάτ. Θεαίτ. 161D. 2) [[νομίζω]] καλόν, [[ἐλπίζω]], ἀξιῶ, ἀπαιτῶ νὰ…, λατ. postulare, ἀξ. τινα ἰέναι Ἡρόδ. 2. 162· ἀξ. τινα ἀληθῆ λέγειν Ἀντιφῶν 118. 20· οὐκ ἀξ. [ὑμᾶς] τὰ μὴ δεινὰ ἐν ὀρρωδίᾳ ἔχειν, ἐλπίζομεν, πεποίθαμεν ὅτι δὲν…, Θουκ. 2. 89· ἀξ. τι ἐμοὶ γενέσθαι Ἀνδοκ. 18. 36· ἀξ. καὶ παρακαλεῖν τινα, μετ’ ἀπαρεμφ., Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 283. 3. ΙΙΙ. μετ’ ἀπαρεμφ. μόνον, ἀξ. κομίζεσθαι, τυγχάνειν, [[νομίζω]] ὅτι ἔχω [[δικαίωμα]] νὰ [[λάβω]] τι, [[ἐλπίζω]] νὰ [[λάβω]], Θουκ. 1. 42., 7. 15· ἀξιοῖς [[ἄλλο]] τι ἢ ἀποθανεῖν ; Λυσ. 164. 32: ― μετ’ ἀρνήσ., οὐκ ἀξιῶ ὑποπτεύεσθαι, [[νομίζω]] ὅτι δὲν εἶμαι [[ἄξιος]] νὰ ὑποπτεύωμαι, νὰ θεωρῶμαι ὡς [[ὕποπτος]], ἔχω [[δικαίωμα]] νὰ εἶμαι [[ἐλεύθερος]] ὑποψίας…, Θουκ. 4. 86, πρβλ. 1. 102., 3. 44: ― Παθ., [[ὥστε]] ἀξιοῦσθαι λειτουργεῖν, [[ὥστε]] νὰ θεωρῶνται ἄξιοι, δηλ. ἱκανῶς πλούσιοι [[ὥστε]] νὰ ὑποβάλλωνται εἰς λειτουργίας…, Δημ. 833. 26· υἱῷ προθύμως τἀξιούμενον ποιεῖν, τὸ καθῆκον, Μένανδ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 3. 2) θεωρῶ κατάλληλον, προσδοκῶ, συναινῶ, ἀποφασίζω, κτλ., καὶ οὕτω κατὰ πολλὰς σημασίας, ἀξιῶ θανεῖν, συναινῶ νὰ ἀποθάνω, Σοφ. Ο. Τ. 944 κτλ., ἀξιῶ πράσσειν, τολμῶ, εἶμαι ἀποφασισμένος νὰ πράξω, Αἰσχύλ. Πέρσ. 335, κτλ. ἰδίως, θεωρῶ τι ἄξιον, ὧδ’ ἔχει [[λόγος]] γυναικός, εἴ τις ἀξιοῖ μαθεῖν ὁ αὐτ. Ἀγ. 1661· πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1413. [[οὕτως]], ἀξιῶ λαμβάνειν, δὲν [[διστάζω]] νὰ [[λάβω]], Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάσσ. 346D, κτλ.· [[οἶμαι]] πάντας…, φέρειν ἀξιοῦν, [[νομίζω]] ὅτι πάντες θὰ [[εἶναι]] εὐχαριστημένοι καὶ πρόθυμοι νὰ φέρωσι, Δημ. 547. 9· [[συχνάκις]] μετ’ ἀρνήσ., οὐκ ἀξιῶ μνησθῆναι, δὲν θεωρῶ αὐτοὺς ἀξίους μνείας, Ἡρόδ. 2. 20· οὐκ ἠξίωσαν οὐδὲ προσβλέψαι Αἰσχύλ. Πρ. 215· οὐκ ἀξιώσαντες… τοῦτο παθεῖν Θουκ. 1. 102· πρβλ. 136· πείθεσθαι οὐκ ἀξιοῦντες, ἀρνούμενοι, μὴ συναινοῦντες, Ξεν. Οἰκ. 21. 4· σπανίως, ἀξ. μὴ ποιεῖν Θουκ. 3. 66: ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ (ἀλλ’ οὐχὶ ἐν πεζῷ Ἀττ. λόγῳ), ἀξιοῦσθαι μέλειν, θεωρεῖν ἄξιον φροντίδος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 370· φονεὺς γὰρ [[εἶναι]] ἠξιώσατο, ἐνόμισε καλὸν νὰ [[εἶναι]]…, ὁ αὐτ. Εὐμ. 425· οὐκ ἀξιεύμεναι ἀναμίσγεσθαι τῇσι ἄλλησι, μὴ καταδεχόμεναι νὰ…, Ἡρόδ. 1. 199: ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ὡς πραγματικὸν μέσ., οὐκ ἀξιεύμενος ἐς τὸν… [[θρόνον]] ἵζεσθαι, μὴ θεωρῶν ἑαυτὸν ἄξιον νὰ…, ὁ αὐτ. 7. 16. 3) [[νομίζω]], θεωρῶ, ἰσχυρίζομαι, ἀξιοῦντες ἀδικέεσθαι ὁ αὐτ. 6. 87· πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 579, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1343: ἑκάτεροι [[νικᾶν]] ἠξίουν, ἐθεώρουν ἑαυτοὺς νικητάς, εἶχον ἀξιώσεις ἐπὶ τῆς νίκης. Θουκ. 1. 54. IV. [[ἐγείρω]] ἀξίωσιν, Θουκ. 4. 58, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 17, 6· ἀξίωσιν ἀξ. Πολύβ. 39. 1, 7· ― [[ὡσαύτως]], ἀξιοῦν τινά τι, ἀπαιτεῖν τι [[παρά]] τινος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 12. 2) ἐγὼ μὲν οὖν οὑτωσὶ περὶ τῆς τύχης ἀξιῶ, ταύτην ἔχω τὴν γνώμην…, Δημ. 312. 6· ἐγὼ μὲν οὐκ ἀξιῶ, ὡς τὸ οὔ φημι, ὁ αὐτ. 460. 28: ― Ἐν τῇ φιλοσοφικῇ γλώσσῃ, [[τίθημι]] ὡς [[ἀξίωμα]], [[διισχυρίζομαι]] (πρβλ. [[ἀξίωμα]] ΙΙ. 2), Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 1. 17, 5., 24. 2, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ τοιῷδε ἀξιοῦν τι, ἐν τοιαύτῃ καταστάσει γνώμης, Θουκ. 3. 43· πρβλ. Ἑλλ. Γραμμ. Jelf §436. 2. | |lstext='''ἀξιόω''': μέλλ. -ώσω: πρκμ. ἠξίωκα Ἰσοκρ. 376Α: ― Μέσ., ἴδε κατωτ. ΙΙ, 3: ― Παθ., μέλλ. ἀξιωθήσομαι Ἰσοκρ. 190Β, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἀξιώσεται Σοφ. Ἀντ. 637: ἀόρ. ἠξιώθην: πρκμ. ἠξίωμαι: ([[ἄξιος]]). Νομίζω ἢ θεωρῶ ἄξιον. Ι. μετ’ αἰτ. καὶ γεν., ἢ ἐπὶ καλῆς σημασίας, θεωρῶ τινα ἄξιον ἀμοιβῆς, ἡμᾶς ἀξιοῖ λόγου Εὐρ. Μήδ. 962· ἑαυτὸν τῶν καλλίστων Ξεν. Ἀν. 3. 2, 7· ἢ ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[νομίζω]] τινὰ ἄξιον τιμωρίας, Ἡρόδ. 3. 145· ἀξ. τινα ἀτιμίας Φίλιππ. παρὰ Δημ. 283. 25· κακοῦ Πλάτ. Ἀπολ. 38Α: ― Παθ., ἀξιεύμενος θυγατρὸς τῆς σῆς Ἡρόδ. 9. 111· λέχη δὲ τἀμὰ [[δοῦλος]] ὠνητὸς [[πόθεν]] χρανεῖ, τυράννων [[πρόσθεν]] ἠξιωμένα, θεωρούμενα ἢ [[ὄντα]] πρότερον ἄξια βασιλέων, Εὐρ. Ἑκ. 366· ἀξιοῦσθαι κακῶν Ἀντιφῶν 122. 23· τοῦ [[αὐτοῦ]] ὀνόματος Πλάτ. Φαίδων 103Ε, κ. ἀλλ. 2) μετ’ αἰτ. μόνον, ἐκτιμῶ, τιμῶ, Σοφ. Αἴ. 1114. Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 918· ἀξ. τινα προσφθέγμασιν, τιμῶ τινα διὰ προσφθεγμάτων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 903: ― Παθ. καλοῖς ὑμεναίοις ἀξιοῦσθαι Εὐρ. Ὀρ. 1210· πρβλ. Πόρσ. καὶ Ἕρμαννον ἐν Εὐρ. Ἑκ. 319 (τύμβον ἀξιούμενον ὁρᾶσθαι) καὶ Θουκ. 5. 16. 3) θεωρῶ τι ἄξιον ὡρισμένης τινὸς [[τιμῆς]], ἐκτιμῶ, ὁπόσης ἂν [[τιμῆς]] ἀξιώσῃ τὸ πωλούμενον Πλάτ. Νόμ. 917Δ. ΙΙ. μετ’ αἰτιατ. προσ. καὶ ἀπαρ., [[νομίζω]] τινὰ ἄξιον νὰ πράξῃ ἢ νὰ [[εἶναι]], σέ τοι ἠξίωσε ναίειν Εὐρ. Ἄλκ. 572· οὐκ ἀξιῶ ’γώ ’μαυτὸν ἰσχύειν μέγα Ἀριστοφ. Ἱππ. 182· τί σαυτὸν ἀποτίνειν ἀξιοῖς; Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 7: ― Παθ., Πινδ. Ν. 10. 73, Αἰσχύλ. Πρ. 240· [[διδάσκαλος]] ἀξιοῦσθαι, ἐκτιμᾶσθαι ὡς… Πλάτ. Θεαίτ. 161D. 2) [[νομίζω]] καλόν, [[ἐλπίζω]], ἀξιῶ, ἀπαιτῶ νὰ…, λατ. postulare, ἀξ. τινα ἰέναι Ἡρόδ. 2. 162· ἀξ. τινα ἀληθῆ λέγειν Ἀντιφῶν 118. 20· οὐκ ἀξ. [ὑμᾶς] τὰ μὴ δεινὰ ἐν ὀρρωδίᾳ ἔχειν, ἐλπίζομεν, πεποίθαμεν ὅτι δὲν…, Θουκ. 2. 89· ἀξ. τι ἐμοὶ γενέσθαι Ἀνδοκ. 18. 36· ἀξ. καὶ παρακαλεῖν τινα, μετ’ ἀπαρεμφ., Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 283. 3. ΙΙΙ. μετ’ ἀπαρεμφ. μόνον, ἀξ. κομίζεσθαι, τυγχάνειν, [[νομίζω]] ὅτι ἔχω [[δικαίωμα]] νὰ [[λάβω]] τι, [[ἐλπίζω]] νὰ [[λάβω]], Θουκ. 1. 42., 7. 15· ἀξιοῖς [[ἄλλο]] τι ἢ ἀποθανεῖν ; Λυσ. 164. 32: ― μετ’ ἀρνήσ., οὐκ ἀξιῶ ὑποπτεύεσθαι, [[νομίζω]] ὅτι δὲν εἶμαι [[ἄξιος]] νὰ ὑποπτεύωμαι, νὰ θεωρῶμαι ὡς [[ὕποπτος]], ἔχω [[δικαίωμα]] νὰ εἶμαι [[ἐλεύθερος]] ὑποψίας…, Θουκ. 4. 86, πρβλ. 1. 102., 3. 44: ― Παθ., [[ὥστε]] ἀξιοῦσθαι λειτουργεῖν, [[ὥστε]] νὰ θεωρῶνται ἄξιοι, δηλ. ἱκανῶς πλούσιοι [[ὥστε]] νὰ ὑποβάλλωνται εἰς λειτουργίας…, Δημ. 833. 26· υἱῷ προθύμως τἀξιούμενον ποιεῖν, τὸ καθῆκον, Μένανδ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 3. 2) θεωρῶ κατάλληλον, προσδοκῶ, συναινῶ, ἀποφασίζω, κτλ., καὶ οὕτω κατὰ πολλὰς σημασίας, ἀξιῶ θανεῖν, συναινῶ νὰ ἀποθάνω, Σοφ. Ο. Τ. 944 κτλ., ἀξιῶ πράσσειν, τολμῶ, εἶμαι ἀποφασισμένος νὰ πράξω, Αἰσχύλ. Πέρσ. 335, κτλ. ἰδίως, θεωρῶ τι ἄξιον, ὧδ’ ἔχει [[λόγος]] γυναικός, εἴ τις ἀξιοῖ μαθεῖν ὁ αὐτ. Ἀγ. 1661· πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1413. [[οὕτως]], ἀξιῶ λαμβάνειν, δὲν [[διστάζω]] νὰ [[λάβω]], Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάσσ. 346D, κτλ.· [[οἶμαι]] πάντας…, φέρειν ἀξιοῦν, [[νομίζω]] ὅτι πάντες θὰ [[εἶναι]] εὐχαριστημένοι καὶ πρόθυμοι νὰ φέρωσι, Δημ. 547. 9· [[συχνάκις]] μετ’ ἀρνήσ., οὐκ ἀξιῶ μνησθῆναι, δὲν θεωρῶ αὐτοὺς ἀξίους μνείας, Ἡρόδ. 2. 20· οὐκ ἠξίωσαν οὐδὲ προσβλέψαι Αἰσχύλ. Πρ. 215· οὐκ ἀξιώσαντες… τοῦτο παθεῖν Θουκ. 1. 102· πρβλ. 136· πείθεσθαι οὐκ ἀξιοῦντες, ἀρνούμενοι, μὴ συναινοῦντες, Ξεν. Οἰκ. 21. 4· σπανίως, ἀξ. μὴ ποιεῖν Θουκ. 3. 66: ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ (ἀλλ’ οὐχὶ ἐν πεζῷ Ἀττ. λόγῳ), ἀξιοῦσθαι μέλειν, θεωρεῖν ἄξιον φροντίδος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 370· φονεὺς γὰρ [[εἶναι]] ἠξιώσατο, ἐνόμισε καλὸν νὰ [[εἶναι]]…, ὁ αὐτ. Εὐμ. 425· οὐκ ἀξιεύμεναι ἀναμίσγεσθαι τῇσι ἄλλησι, μὴ καταδεχόμεναι νὰ…, Ἡρόδ. 1. 199: ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ὡς πραγματικὸν μέσ., οὐκ ἀξιεύμενος ἐς τὸν… [[θρόνον]] ἵζεσθαι, μὴ θεωρῶν ἑαυτὸν ἄξιον νὰ…, ὁ αὐτ. 7. 16. 3) [[νομίζω]], θεωρῶ, ἰσχυρίζομαι, ἀξιοῦντες ἀδικέεσθαι ὁ αὐτ. 6. 87· πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 579, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1343: ἑκάτεροι [[νικᾶν]] ἠξίουν, ἐθεώρουν ἑαυτοὺς νικητάς, εἶχον ἀξιώσεις ἐπὶ τῆς νίκης. Θουκ. 1. 54. IV. [[ἐγείρω]] ἀξίωσιν, Θουκ. 4. 58, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 17, 6· ἀξίωσιν ἀξ. Πολύβ. 39. 1, 7· ― [[ὡσαύτως]], ἀξιοῦν τινά τι, ἀπαιτεῖν τι [[παρά]] τινος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 12. 2) ἐγὼ μὲν οὖν οὑτωσὶ περὶ τῆς τύχης ἀξιῶ, ταύτην ἔχω τὴν γνώμην…, Δημ. 312. 6· ἐγὼ μὲν οὐκ ἀξιῶ, ὡς τὸ οὔ φημι, ὁ αὐτ. 460. 28: ― Ἐν τῇ φιλοσοφικῇ γλώσσῃ, [[τίθημι]] ὡς [[ἀξίωμα]], [[διισχυρίζομαι]] (πρβλ. [[ἀξίωμα]] ΙΙ. 2), Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 1. 17, 5., 24. 2, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ τοιῷδε ἀξιοῦν τι, ἐν τοιαύτῃ καταστάσει γνώμης, Θουκ. 3. 43· πρβλ. Ἑλλ. Γραμμ. Jelf §436. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἠξίουν]], <i>f.</i> ἀξιώσω, <i>ao.</i> ἤξίωσα, <i>pf.</i> ἠξίωκα;<br /><b>I.</b> évaluer, apprécier ; <i>fig.</i><br /><b>1</b> juger digne : τινά τινος juger qqn digne de qch ; <i>rar. en mauv. part</i> juger qqn digne (d’un mal, d’un châtiment) ; <i>Pass.</i> être jugé digne de, gén.;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> estimer, honorer, acc.;<br /><b>3</b> juger digne (d’être écouté, <i>etc.</i>) ; satisfaire au désir de ; <i>Pass.</i> obtenir ce qu’on demande;<br /><b>II.</b> juger convenable, croire juste, <i>d’où</i><br /><b>1</b> réclamer le droit de : [[οὐκ]] ἀξιῶ ὑποπτεύεσθαι THC j’ai le droit de n’être pas soupçonné;<br /><b>2</b> vouloir, réclamer, demander, acc. ; avec un inf. : ἀ. ξυγγνώμης τυγχάνειν THC prétendre obtenir son pardon;<br /><b>3</b> prétendre, soutenir : ἀξιοῦντες ἀδικέεσθαι HDT se prétendant victimes d’injustices ; ἑκάτεροι νικᾶν [[ἠξίουν]] THC chacun des deux partis se prétendait vainqueur ; <i>abs., en parl. d’opinions</i> ἐγὼ μὲν οὑτωσὶ περὶ [[τούτου]] ἀξιῶ DÉM pour moi, voilà ce que je pense là-dessus;<br /><b>4</b> se déterminer à, ne pas hésiter à ; consentir à, se résigner à, daigner : ἀξιῶ [[θανεῖν]] SOPH je me résigne à mourir ; [[οὐκ]] ἀξιοῦν [[τι]] παθεῖν THC ne pas se résigner à souffrir qch ; πείθεσθαι [[οὐκ]] ἀξιοῦν XÉN ne pas juger bon d’obéir;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀξιόομαι-οῦμαι;<br /><b>1</b> se juger digne de, inf.;<br /><b>2</b> juger convenable de ; consentir à, inf. ; [[οὐκ]] ἀ. inf. refuser de.<br />'''Étymologie:''' [[ἄξιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
pf.
A ἠξίωκα Isoc.18.24:—Med., v. infr. 111.2:—Pass., fut. ἀξιωθήσομαι Id.9.6, but also ἀξιώσεται S.Ant.637: aor. ἠξιώθην: pf. ἠξίωμαι: (ἄξιος):—think, deem worthy, I c. acc. et gen., whether in good sense, think worthy of a reward, ἡμᾶς ἀξιοῖλόγου E.Med.962; ἑαυτὸν τῶν καλλίστων X.An.3.2.7; or in bad, of a punishment, γοργύρης Hdt.3.145; ἀ. τινὰ ἀτιμίας Philipp. ap. D.18.166; κακοῦ Pl.Ap. 38a:—Pass., ἀξιεύμενος θυγατρὸς τῆς σῆς Hdt.9.111; λέχη . . τυράννων ἠξιωμένα deemed worthy of kings, E.Hec.366; ἀξιοῦσθαι κακῶν Antipho 3.2.10; τοῦ αὑτοῦ ὀνόματος Pl.Phd.103e,al. 2 c. acc. only, esteem, honour, S.Aj.1114, E.Heracl.918; ἀ. τινὰ προσφθέγμασιν honour one with words, A.Ag.903; of things, value, οὐκ ἐξἴσου πάσας ἀξιοῦμεν ὑπολήψεις Phld.Herc.1251.12:—Pass., καλοῖς ὑμεναίοις ἀξιοῦσθαι E.Or.1210: abs., τύμβον ἀξιούμενον ὁρᾶσθαι Id.Hec.319, cf. Th. 5.16. 3 value at a certain price, ὁπόσης ἂν τιμῆς ἀξιώσῃ τὸ πωλούμενον Pl.Lg.917d. II c.acc. pers. et inf., think one worthy to do or be, σέ τοι ἠξίωσε ναίειν E.Alc.572; οὐκ ἀξιῶ ’γὼ ’μαυτὸν ἰσχύειν μέγα Ar.Eq.182; τί σαυτὸν ἀποτίνειν ἀξιοῖς; Pherecr.93:—Pass., Pi. N.10.39, A.Pr.242; διδάσκαλος ἀξιοῦσθαι to be esteemed as a teacher, Pl.Tht.161d. 2 think fit, expect, require that .., ἀ. τινὰ ἰέναι Hdt. 2.162; ἀ. τινὰ ἀληθῆ λέγειν Antipho2.3.4; οὐκ ἀ. [ὑμᾶς] τὰ μὴ δεινὰ ἐν ὀρρωδίᾳ ἔχειν we expect that you do not... Th.2.89, cf. 3.44; ἀ. σωτηρίαν ἐμοὶ γενέσθαι And.1.143; ἀ. καὶ παρακαλεῖν τινα c. inf., Decr. ap. D.18.165; ἀ. ἵνα . . Inscr.Prien.53.58, al.; simply, ask, request, PEleph.19.18, Apollon.Perg.1 Praef. (Pass.); esp. pray, τὸν θεὸν ὅπως .. Aristeas 245, cf. LXX Je.7.16, SIG1181.1; τὰ -ούμενα prayers, Aristeas 18; also, ask, inquire of an oracle, Ps.-Callisth. 1.3. III c. inf. only, ἀ. κομίζεσθαι, τυγχάνειν think one has a right to receive, expect to receive, Th.1.43,7.15; προῖκα θεωρεῖν ἀ. Thphr. Char.6.4; ἄλλο τι ἀξιοῖς ἢ ἀποθανεῖν; Lys.22.5: with a neg., οὐκ ἀξιῶ ὑποπτεύεσθαι I think I do not deserve to be suspected, have a right not to be... Th.4.86:—Pass., ὥστε ἀξιοῦσθαι λῃτουργεῖν so as to be required to... D.27.64; υἱῷ προθύμως τἀξιούμενον ποιῶν one's duty, Men. 663. 2 think fit, expect, consent, resolve, etc., and so in various senses, ἀξιῶ θανεῖν I consent to die, S.OT944, etc.; dare, ἀξιῶσαι μάχην συνάψαι A.Pers.335; deign to do, εἴ τις ἀξιοῖ μαθεῖν Id.Ag.1661, cf. S.OT1413; ἀξιῶ χρήματα λαμβάνειν I do not hesitate to receive, Pl.Hp.Mi.364d, etc.; οἶμαι πάντας . . φέρειν ἀξιοῦν ἔρανον I think that all should be glad to bring, D.21.101:—freq. with neg., οὐδ' ἀξιῶ μνησθῆναι I do not think them worth mentioning, Hdt.2.20; οὐκ ἠξίωσαν οὐδὲ προσβλέψαι A.Pr.217; οὐκ ἀξιώσαντες . . τοῦτο παθεῖν Th.1.102 (but ἀξιοῦτε μὴ ἀντιδοῦναι δίκην 3.66); πείθεσθαι οὐκ ἀξιοῦντες refusing, X.Oec.21.4:—also in Med. (not in Att. Prose), ἀξιοῦσθαι μέλειν deign to care for, A.Ag.370; φονεὺς γὰρ εἶναι ἠξιώσατο thought fit to be, Id.Eu.425; οὐκ ἀξιεύμεναι ἀναμίσγεσθαι τῇσι ἄλλῃσι not condescending to... Hdt.1.199; οὐκ ἀξιεύμενος ἐς τὸν . . θρόνον ἵζεσθαι not deeming oneself worthy to... Id.7.16. 3 think, deem, ἀξιοῦντες ἀδικέεσθαι Id.6.87, cf. S.OC579, E.HF1343; ἑκάτεροι νικᾶν ἠξίουν claimed the victory, Th.1.55. IV make a claim, Id.4.58; πάντες καθ' ὑπεροχὴν -οῠσιν Arist.Pol.1288a23; ἀξίωσιν ἀ. Plb.38.7.7; ἀξιοῦν τινά τι make a claim on a person, X.Mem.3.11.12. 2 ἐγὼ μὲν οὑτωσὶ περὶ τῆς τύχης ἀξιῶ hold this opinion .., D.18.255; ἐγὼ μὲν οὐκ ἀξιῶ I think not, Id.20.12: in philosophic language, lay down, maintain (cf. ἀξίωμα 11.2), Arist.APr.37a10, cf. 41b10, Polystr.p.24 W.; ἐν τῷ τοιῷδε ἀξιοῦντι in such a state of opinion, v.l. in Th.3.43.
German (Pape)
[Seite 271] (ἄξιος), s. Buttm. Ind. Midian., 1) für werth, würdig halten, a) vom Preise, ὁπόσης τιμῆς τὸ πωλούμενον ἀξιοῖς Plat. Legg. XI, 917 d. – b) vom Verdienst, meist im guten Sinne, τινά τινος, Plat.; θυγατρός Her. 9, 111 u. öfter; ἑαυτὸν τῶν καλλίστων Xen. An. 3' 2, 7; vgl. Cyr. 6, 4, 6; ἀξιοῦσθαι τῶν μεγίστων 2, 2, 20; τιμωρίας Hell. 2, 3, 17; ἑαυτὸν οὐδενὸς πράγματος, nichts unternehmen wollen, Plat. Gorg. 485 c; ἀξιωθῆναι λόγου Amphis Ath. VI, 224 d. Auch mit dem inf., ὃν ἡ πόλις ἀξιοῖ αὑτῆς προεστάναι Plat. Lach. 197 d; ἀξιούμενος ἐπακούειν Her. 5, 106; ἑαυτὸν γαμβρὸν αὐτοῦ γενέσθαι 6, 126; ἀξιοῦντες καταλύσειν Pol. 4, 47; so mit dem inf. fut., bes. Sp., wie Arr.; Dion. Hal. – 2) ohne gen., achten, ehren, Tragg., τινὰ προσφθέγμασι Aesch. Ag. 877; vgl. Soph. Ai. 1114; Eur. Hec. 317; ὑμεναίοις ἀξιοῦσθαι, mit Hhmenäen gefeiert werden, Or. 1210; Dio Chrys. 2, 43. – 3) Mit darauf folgendem inf., für recht halten, oft bei Xen., vgl. Cyr. 2, 2, 17 An. 5, 5, 9; pass., Pind. Nem. 10, 39; ἐπακούειν ἀξιεῦμαι Her. 5, 106 u. sonst. Auch im med., Aesch. Ag. 361. – Daher: wollen, u., wenn man mit einer gewissen Zuversicht, weil man es für angemessen hält, will, daß ein Andereretwas thue, verlangen, fordern, οὐκ ἀξιοῦμεν δοῦλοι ἀλλήλων εἶναι Plat. Menex. 239 e; ἀξιῶ ὑμᾶς διδάσκειν Apol. 19 d; οἱ νόμοι οὐδὲ τοὺς δούλους ὑβρίζεσθαι ἀξιοῦσιν Dem. Mid. 14, verbieten, vgl. die von Buttmann a. a. O. gesammelten Beispiele; φάρμακον παρά τινος, von Einem fordern, Plat. Rep. III, 406 d; im med., οὐκ ἀξιοῦμαι, ich halte mich nicht für würdig, Her. 7, 16; ich halte es unter meiner Würde, 1, 199. – 4) annehmen, glauben, ἀξιῶ ἀδικέεσθαι Her. 6, 87; ἀξιῶ μὴ διὰ τοῦτο ἀτυχῆσαι, ὧν δέομαι Plat. Phaedr. 230 e, u. öfter auch bei Sp. Selten folgt ἵνα, Dem. cor. 155; ὅπως Mid. 121.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιόω: μέλλ. -ώσω: πρκμ. ἠξίωκα Ἰσοκρ. 376Α: ― Μέσ., ἴδε κατωτ. ΙΙ, 3: ― Παθ., μέλλ. ἀξιωθήσομαι Ἰσοκρ. 190Β, ἀλλ’ ὡσαύτως ἀξιώσεται Σοφ. Ἀντ. 637: ἀόρ. ἠξιώθην: πρκμ. ἠξίωμαι: (ἄξιος). Νομίζω ἢ θεωρῶ ἄξιον. Ι. μετ’ αἰτ. καὶ γεν., ἢ ἐπὶ καλῆς σημασίας, θεωρῶ τινα ἄξιον ἀμοιβῆς, ἡμᾶς ἀξιοῖ λόγου Εὐρ. Μήδ. 962· ἑαυτὸν τῶν καλλίστων Ξεν. Ἀν. 3. 2, 7· ἢ ἐπὶ κακῆς σημασίας, νομίζω τινὰ ἄξιον τιμωρίας, Ἡρόδ. 3. 145· ἀξ. τινα ἀτιμίας Φίλιππ. παρὰ Δημ. 283. 25· κακοῦ Πλάτ. Ἀπολ. 38Α: ― Παθ., ἀξιεύμενος θυγατρὸς τῆς σῆς Ἡρόδ. 9. 111· λέχη δὲ τἀμὰ δοῦλος ὠνητὸς πόθεν χρανεῖ, τυράννων πρόσθεν ἠξιωμένα, θεωρούμενα ἢ ὄντα πρότερον ἄξια βασιλέων, Εὐρ. Ἑκ. 366· ἀξιοῦσθαι κακῶν Ἀντιφῶν 122. 23· τοῦ αὐτοῦ ὀνόματος Πλάτ. Φαίδων 103Ε, κ. ἀλλ. 2) μετ’ αἰτ. μόνον, ἐκτιμῶ, τιμῶ, Σοφ. Αἴ. 1114. Εὐρ. Ἡρακλ. 918· ἀξ. τινα προσφθέγμασιν, τιμῶ τινα διὰ προσφθεγμάτων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 903: ― Παθ. καλοῖς ὑμεναίοις ἀξιοῦσθαι Εὐρ. Ὀρ. 1210· πρβλ. Πόρσ. καὶ Ἕρμαννον ἐν Εὐρ. Ἑκ. 319 (τύμβον ἀξιούμενον ὁρᾶσθαι) καὶ Θουκ. 5. 16. 3) θεωρῶ τι ἄξιον ὡρισμένης τινὸς τιμῆς, ἐκτιμῶ, ὁπόσης ἂν τιμῆς ἀξιώσῃ τὸ πωλούμενον Πλάτ. Νόμ. 917Δ. ΙΙ. μετ’ αἰτιατ. προσ. καὶ ἀπαρ., νομίζω τινὰ ἄξιον νὰ πράξῃ ἢ νὰ εἶναι, σέ τοι ἠξίωσε ναίειν Εὐρ. Ἄλκ. 572· οὐκ ἀξιῶ ’γώ ’μαυτὸν ἰσχύειν μέγα Ἀριστοφ. Ἱππ. 182· τί σαυτὸν ἀποτίνειν ἀξιοῖς; Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 7: ― Παθ., Πινδ. Ν. 10. 73, Αἰσχύλ. Πρ. 240· διδάσκαλος ἀξιοῦσθαι, ἐκτιμᾶσθαι ὡς… Πλάτ. Θεαίτ. 161D. 2) νομίζω καλόν, ἐλπίζω, ἀξιῶ, ἀπαιτῶ νὰ…, λατ. postulare, ἀξ. τινα ἰέναι Ἡρόδ. 2. 162· ἀξ. τινα ἀληθῆ λέγειν Ἀντιφῶν 118. 20· οὐκ ἀξ. [ὑμᾶς] τὰ μὴ δεινὰ ἐν ὀρρωδίᾳ ἔχειν, ἐλπίζομεν, πεποίθαμεν ὅτι δὲν…, Θουκ. 2. 89· ἀξ. τι ἐμοὶ γενέσθαι Ἀνδοκ. 18. 36· ἀξ. καὶ παρακαλεῖν τινα, μετ’ ἀπαρεμφ., Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 283. 3. ΙΙΙ. μετ’ ἀπαρεμφ. μόνον, ἀξ. κομίζεσθαι, τυγχάνειν, νομίζω ὅτι ἔχω δικαίωμα νὰ λάβω τι, ἐλπίζω νὰ λάβω, Θουκ. 1. 42., 7. 15· ἀξιοῖς ἄλλο τι ἢ ἀποθανεῖν ; Λυσ. 164. 32: ― μετ’ ἀρνήσ., οὐκ ἀξιῶ ὑποπτεύεσθαι, νομίζω ὅτι δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ὑποπτεύωμαι, νὰ θεωρῶμαι ὡς ὕποπτος, ἔχω δικαίωμα νὰ εἶμαι ἐλεύθερος ὑποψίας…, Θουκ. 4. 86, πρβλ. 1. 102., 3. 44: ― Παθ., ὥστε ἀξιοῦσθαι λειτουργεῖν, ὥστε νὰ θεωρῶνται ἄξιοι, δηλ. ἱκανῶς πλούσιοι ὥστε νὰ ὑποβάλλωνται εἰς λειτουργίας…, Δημ. 833. 26· υἱῷ προθύμως τἀξιούμενον ποιεῖν, τὸ καθῆκον, Μένανδ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 3. 2) θεωρῶ κατάλληλον, προσδοκῶ, συναινῶ, ἀποφασίζω, κτλ., καὶ οὕτω κατὰ πολλὰς σημασίας, ἀξιῶ θανεῖν, συναινῶ νὰ ἀποθάνω, Σοφ. Ο. Τ. 944 κτλ., ἀξιῶ πράσσειν, τολμῶ, εἶμαι ἀποφασισμένος νὰ πράξω, Αἰσχύλ. Πέρσ. 335, κτλ. ἰδίως, θεωρῶ τι ἄξιον, ὧδ’ ἔχει λόγος γυναικός, εἴ τις ἀξιοῖ μαθεῖν ὁ αὐτ. Ἀγ. 1661· πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1413. οὕτως, ἀξιῶ λαμβάνειν, δὲν διστάζω νὰ λάβω, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάσσ. 346D, κτλ.· οἶμαι πάντας…, φέρειν ἀξιοῦν, νομίζω ὅτι πάντες θὰ εἶναι εὐχαριστημένοι καὶ πρόθυμοι νὰ φέρωσι, Δημ. 547. 9· συχνάκις μετ’ ἀρνήσ., οὐκ ἀξιῶ μνησθῆναι, δὲν θεωρῶ αὐτοὺς ἀξίους μνείας, Ἡρόδ. 2. 20· οὐκ ἠξίωσαν οὐδὲ προσβλέψαι Αἰσχύλ. Πρ. 215· οὐκ ἀξιώσαντες… τοῦτο παθεῖν Θουκ. 1. 102· πρβλ. 136· πείθεσθαι οὐκ ἀξιοῦντες, ἀρνούμενοι, μὴ συναινοῦντες, Ξεν. Οἰκ. 21. 4· σπανίως, ἀξ. μὴ ποιεῖν Θουκ. 3. 66: ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ (ἀλλ’ οὐχὶ ἐν πεζῷ Ἀττ. λόγῳ), ἀξιοῦσθαι μέλειν, θεωρεῖν ἄξιον φροντίδος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 370· φονεὺς γὰρ εἶναι ἠξιώσατο, ἐνόμισε καλὸν νὰ εἶναι…, ὁ αὐτ. Εὐμ. 425· οὐκ ἀξιεύμεναι ἀναμίσγεσθαι τῇσι ἄλλησι, μὴ καταδεχόμεναι νὰ…, Ἡρόδ. 1. 199: ― ἀλλ’ ὡσαύτως, ὡς πραγματικὸν μέσ., οὐκ ἀξιεύμενος ἐς τὸν… θρόνον ἵζεσθαι, μὴ θεωρῶν ἑαυτὸν ἄξιον νὰ…, ὁ αὐτ. 7. 16. 3) νομίζω, θεωρῶ, ἰσχυρίζομαι, ἀξιοῦντες ἀδικέεσθαι ὁ αὐτ. 6. 87· πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 579, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1343: ἑκάτεροι νικᾶν ἠξίουν, ἐθεώρουν ἑαυτοὺς νικητάς, εἶχον ἀξιώσεις ἐπὶ τῆς νίκης. Θουκ. 1. 54. IV. ἐγείρω ἀξίωσιν, Θουκ. 4. 58, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 17, 6· ἀξίωσιν ἀξ. Πολύβ. 39. 1, 7· ― ὡσαύτως, ἀξιοῦν τινά τι, ἀπαιτεῖν τι παρά τινος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 12. 2) ἐγὼ μὲν οὖν οὑτωσὶ περὶ τῆς τύχης ἀξιῶ, ταύτην ἔχω τὴν γνώμην…, Δημ. 312. 6· ἐγὼ μὲν οὐκ ἀξιῶ, ὡς τὸ οὔ φημι, ὁ αὐτ. 460. 28: ― Ἐν τῇ φιλοσοφικῇ γλώσσῃ, τίθημι ὡς ἀξίωμα, διισχυρίζομαι (πρβλ. ἀξίωμα ΙΙ. 2), Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 1. 17, 5., 24. 2, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ τοιῷδε ἀξιοῦν τι, ἐν τοιαύτῃ καταστάσει γνώμης, Θουκ. 3. 43· πρβλ. Ἑλλ. Γραμμ. Jelf §436. 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἠξίουν, f. ἀξιώσω, ao. ἤξίωσα, pf. ἠξίωκα;
I. évaluer, apprécier ; fig.
1 juger digne : τινά τινος juger qqn digne de qch ; rar. en mauv. part juger qqn digne (d’un mal, d’un châtiment) ; Pass. être jugé digne de, gén.;
2 abs. estimer, honorer, acc.;
3 juger digne (d’être écouté, etc.) ; satisfaire au désir de ; Pass. obtenir ce qu’on demande;
II. juger convenable, croire juste, d’où
1 réclamer le droit de : οὐκ ἀξιῶ ὑποπτεύεσθαι THC j’ai le droit de n’être pas soupçonné;
2 vouloir, réclamer, demander, acc. ; avec un inf. : ἀ. ξυγγνώμης τυγχάνειν THC prétendre obtenir son pardon;
3 prétendre, soutenir : ἀξιοῦντες ἀδικέεσθαι HDT se prétendant victimes d’injustices ; ἑκάτεροι νικᾶν ἠξίουν THC chacun des deux partis se prétendait vainqueur ; abs., en parl. d’opinions ἐγὼ μὲν οὑτωσὶ περὶ τούτου ἀξιῶ DÉM pour moi, voilà ce que je pense là-dessus;
4 se déterminer à, ne pas hésiter à ; consentir à, se résigner à, daigner : ἀξιῶ θανεῖν SOPH je me résigne à mourir ; οὐκ ἀξιοῦν τι παθεῖν THC ne pas se résigner à souffrir qch ; πείθεσθαι οὐκ ἀξιοῦν XÉN ne pas juger bon d’obéir;
Moy. ἀξιόομαι-οῦμαι;
1 se juger digne de, inf.;
2 juger convenable de ; consentir à, inf. ; οὐκ ἀ. inf. refuser de.
Étymologie: ἄξιος.