ἀνία: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
(21)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />chagrin, ennui, affliction.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. sûre, pê parallèle <i>skr.</i> *anisja.
|btext=ας (ἡ) :<br />chagrin, ennui, affliction.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. sûre, pê parallèle <i>skr.</i> *anisja.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰνῑα</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> ([[pang]] of) [[distress]] “[[ἄνευ]] ξυνᾶς ἀνίας” (P. 4.154) ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς (N. 1.53)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ᾰνῑα</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> ([[pang]] of) [[distress]] “[[ἄνευ]] ξυνᾶς ἀνίας” (P. 4.154) ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς (N. 1.53)
|sltr=<b>ᾰνῑα</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> ([[pang]] of) [[distress]] “[[ἄνευ]] ξυνᾶς ἀνίας” (P. 4.154) ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς (N. 1.53)
}}
}}

Revision as of 14:02, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνία Medium diacritics: ἀνία Low diacritics: ανία Capitals: ΑΝΙΑ
Transliteration A: anía Transliteration B: ania Transliteration C: ania Beta Code: a)ni/a

English (LSJ)

Ion. ἀνίη, Aeol. ὀνία, ἡ,

   A grief, sorrow, distress, trouble, Hes. Th.611, Sapph.1.3 (pl.), Thgn.76, etc.; ὑπὸ τῆς ἀνίας ἀνεθολοῦθ' ἡ καρδία Pherecr.116; εἰς ἀνίαν ἔρχεταί τινι is like to be a mischief to him, S.Aj.1138, cf. Pl.Grg.477d, Prt.355a,al.: in pl., ὀνίαισι Sapph. l. c.; ἀντ' ἀ ιῶν ἀνίαι Thgn.344; ἐμοὶ λιπὼν ἀνίας S.Aj.973, cf. 1005, Ph.1115, Pl.Prt.353e.    2 concrete, δαιτὸς ἀνίη the killjoy of our feast, Od.17.446; ἄπρηκτος ἀνίη inevitable bane, of Scylla, 12.223; ἀνίη καὶ πολὺς ὕπνος an annoyance, 15.394. [In Hom. and S. always ῑ, also E.IT1031 (s.v.l.). Other Poets made the ι long or short as the verse required, though the Homeric quantity prevailed in Ep.]

German (Pape)

[Seite 236] ἡ (Plat. Crat. 419 c wunderlich τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι, E. M. von ἰάομαι), alles was unangenehm ist, Plage, Od. 15, 394. 20, 52; πόνος καὶ ἀνίη 7, 192; ὀξεῖαι Pind. N. 1, 53; Soph. Ai. 973 Phil. 1115; τρηχεῖα Ep. ad. 18 (XII. 160) u. sonst bei Dichtern; auch in Prosa, νόσος, πενία Plat. Prot. 353 e Gorg. 477 d. Von Personen, δαιτὸς ἀνίη Od. 17, 446 von dem Bettler, Scylla ἄπρηκτος ἀνίη 12, 223. Bei Hom. u. Soph. ist ι immer lang, bei sp. D. wird es auch nach Bedürfniß des Verses kurz, z. B. Theogn. 76.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνία: Ἰων ἀνίη, Αἰολ. ὀνία, ἡ, θλῖψις, λύπη, πόνος, στενοχωρία, ἀνησυχία, Ὀδ. Ο. 394, Ἡσ. Θ. 611, Σαπφ. 1. 3, Θέογν. 76, κτλ.· ὑπὸ τῆς ἀνίας ἀνεθολοῦθ’ ἡ καρδία Φερεκρ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 8· τοῦτ’ εἰς ἀνίαν τοὔπος ἔρχεται τινὶ (τὸ τινὶ φυλάττει τὸν τόνον του χάριν ἐμφάσεως), ὁ λόγος οὗτος θὰ προξενήσῃ ἄλγος εἴς τινα - εἰξεύρω ποῖον, Σοφ. Αἴ. 1138· ὡσαύτως παρὰ πεζοῖς, Πλάτ. Γοργ. 477D, Πρωτ. 355Α, καὶ ἀλλαχοῦ· - ὡσαύτως κατὰ πληθ., ὀνίαισι Σαπφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀντ’ ἀνιῶν ἀνίαι Θέογν. 344· ἐμοὶ λιπὼν ἀνίας Σοφ. Αἴ. 973, πρβλ. 1005, Φ. 1115, Πλάτ. Γοργ. 353Ε. 2) ἐνεργητικῶς, αἰτία ἐνοχλήσεως, τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε, δαιτὸς ἀνίην; Ὀδ. Ρ. 446· ἄπρηκτος ἀνίη, κακὸν ὅπερ δὲν δύναταί τις ν’ ἀποσοβήσῃ, περὶ τῆς Σκύλλης, Μ. 223· ἀνίη καὶ πολὺς ὕπνος, καὶ ὁ πολὺς ὕπνος προξενεῖ ἀνίαν, Ο. 394. [Παρ’ Ὁμ. καὶ Τραγικ. (ἀλλὰ μόνον παρὰ Σοφοκλεῖ ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ Εὐρ. Ι. Τ. 1031) τὸ ι εἶναι πάντοτε μακρόν. Ἀπὸ δὲ Θεόγν. καὶ Σαπφ. καὶ ἐφεξῆς οἱ ποιηταὶ ἔχουσι τὸ ι μακρὸν ἢ βραχὺ κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου, ἂν καὶ ἡ Ὁμηρ. ποσότης ὑπερίσχυσε παρὰ τοῖς Ἐπ., Ρουγκ. Κριτ. Ἐπιστ. σ. 276, Πόρσ. Φοίν. 1334.]

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chagrin, ennui, affliction.
Étymologie: DELG pas d’étym. sûre, pê parallèle skr. *anisja.

English (Slater)

ᾰνῑα
   1 (pang of) distressἄνευ ξυνᾶς ἀνίας” (P. 4.154) ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς (N. 1.53)

English (Slater)

ᾰνῑα
   1 (pang of) distressἄνευ ξυνᾶς ἀνίας” (P. 4.154) ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς (N. 1.53)