δατέομαι: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(SL_1) |
(big3_10) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>δᾰτέομαι</b> <br /> <b>1</b> [[share]], [[deal]] [[out]] [[ὅτε]] χθόνα δατέοντο [[Ζεύς]] τε καὶ ἀθάνατοι (O. 7.55) “οὐ πρέπει [[νῷν]] μεγάλαν προγόνων τιμὰν [[δάσασθαι]]” (P. 4.148) ]τ' ἔρωτος ἀνταμοιβὰν [[ἐδάσσατο]] [στρα]τάρχῳ Δ. 4. 42. in tmesis, v. [[διαδατέομαι]]. | |sltr=<b>δᾰτέομαι</b> <br /> <b>1</b> [[share]], [[deal]] [[out]] [[ὅτε]] χθόνα δατέοντο [[Ζεύς]] τε καὶ ἀθάνατοι (O. 7.55) “οὐ πρέπει [[νῷν]] μεγάλαν προγόνων τιμὰν [[δάσασθαι]]” (P. 4.148) ]τ' ἔρωτος ἀνταμοιβὰν [[ἐδάσσατο]] [στρα]τάρχῳ Δ. 4. 42. in tmesis, v. [[διαδατέομαι]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(δᾰτέομαι)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [dór. pres. ind. [[δαδεῦνται]] (por δατεῦνται) Hsch., imperat. δατεῦ Hsch., inf. δατέασθαι Hes.<i>Op</i>.767, cret. δατε̄́θθαι <i>ICr</i>.4.72.4.28 (Gortina V a.C.), tard. δατέεσθαι Hsch., part. masc. δατιόμενος <i>ICr</i>.4.72.5.45 (Gortina V a.C.); impf. δατεῦντο <i>Il</i>.23.121; aor. ind. δάσσαντο <i>Il</i>.1.368, δασσάσκετο Hsch., subj. 3<sup>a</sup> plu. δάττονται <i>ICr</i>.4.72.5.34 (Gortina V a.C.), arcad. inf. δάσασσθαι <i>SMSR</i> 13.1937.58 (Mantinea V a.C.), part. δασσάμενος <i>Od</i>.3.66, Hes.<i>Th</i>.537, δαττάμενος <i>SEG</i> 23.566.18 (Axo VI a.C.), v. pas. inf. δασθῆναι Hsch.; fut. δάσονται <i>Il</i>.22.354, <i>Od</i>.2.368; perf. ind. [[δέδασται]] <i>Il</i>.1.125, Hes.<i>Th</i>.789, inf. δεδάσθαι Diog.Apoll.B 3]<br /><b class="num">I</b> c. suj. de pers.<br /><b class="num">1</b> [[dividir]] en partes o porciones, [[repartir]] [[ἄνδιχα]] πάντα <i>Il</i>.18.511, 22.120, κρέα πολλὰ δατεῦντο dividían la carne en muchas porciones</i>, <i>Od</i>.1.112, μοίρας <i>Od</i>.3.66, 20.280, cf. 19.423, ζωήν <i>Od</i>.14.208, μέγαν βοῦν Hes.<i>Th</i>.537, τρισσὴν γαῖαν Hes.<i>Fr</i>.233, cf. Hdt.3.39, 7.121, Theopomp.Hist.356b, Plu.<i>Rom</i>.17, [[διχθά]] τοι ... θεοὶ τιμὴν ἐδάσαντο <i>h.Hom</i>.22.4, (ἐνιαυτόν) δυώδεκα μέρεα δασαμένους Hdt.2.4<br /><b class="num">•</b>jur. [[repartir]], [[distribuir]] una herencia <i>ICr</i>.4.72.4.28 (Gortina V a.C.), bienes incautados <i>SMSR</i> l.c., <i>ICr</i>.1.9.1.126, 135 (Drero III/II a.C.).<br /><b class="num">2</b> c. suj. en plu. o colect. e idea de interés [[repartirse]] τὰ μὲν ... δάσσαντο μετὰ σφίσιν se repartieron entre ellos una parte</i>, <i>Il</i>.1.368, ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ' Ἀχαιοί <i>Il</i>.9.138, 280, κτήματα [[γάρ]] κεν πάντα δασαίμεθα que nos repartiríamos toda su herencia (los pretendientes)</i> <i>Od</i>.2.335, cf. 368, 3.316, 9.42, μῆλα δὲ Κύκλωπος ... δασσάμεθ' <i>Od</i>.9.549, πατρώϊα πάντα <i>Od</i>.17.80, κλῆρον Hes.<i>Op</i>.37, θεοὶ ... δάσσαντο ... τιμάς Hes.<i>Th</i>.112, χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι Pi.<i>O</i>.7.55, cf. Hdt.7.23, τὰ μὲν δασόμεσθα μετὰ σφίσιν A.R.3.909, οὐ κτῆσιν ἀνάρσια φῦλα [[δέδασται]] ἡμετέρην Q.S.2.57, cf. Philet.15.1<br /><b class="num">•</b>fig., c. ac. de abstr. ἀμφότεροι μένος Ἄρεος δατέονται unos y otros se reparten la furia de Ares</i>, e.d. ambos ejércitos combaten con igual denuedo</i>, <i>Il</i>.18.264, μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαι Pi.<i>P</i>.4.148.<br /><b class="num">3</b> [[dar]], [[asignar]] c. dat. de la pers. a quien se da o asigna algo οἱ δάσσαντο θεοὶ κλυτὰ δώματα ναίειν los dioses le concedieron habitar ilustres mansiones</i> Hes.<i>Th</i>.303, ταύτην [[γάρ]] οἱ μοῖραν Hes.<i>Th</i>.520, τοῖς παισὶ ... τὰ χρήματα Democr.B 279, τῶν θεῶν τῷ ταχίστῳ πάντων τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον δατέονται Hdt.1.216, ἤν τι μεῖον ἡμῖν δάσωνται X.<i>Cyr</i>.4.2.43, cf. <i>Oec</i>.7.24, τῆς δὲ γῆς τὴν δορίκτητον ... τοῖς στρατιώταις Plu.<i>Rom</i>.27, στρατιῇ [[Διόνυσος]] ... ληίδα Nonn.<i>D</i>.40.275, πέντε τάλαντα οὐχ ὁσίῃ μοίρῃ πατρικὰ δασσάμενος <i>AP</i> 14.128 (Metrod.)<br /><b class="num">•</b>sin dat. ἀρούρας <i>Od</i>.6.10, σπέρματα Hes.<i>Op</i>.446, ἁρμαλιήν Hes.<i>Op</i>.767, δαίμονας Alcm.65, τὸ ἐπιβάλλον Corn.<i>ND</i> 27, τάφους τε καὶ υἱέας <i>AP</i> 8.77 (Gr.Naz.)<br /><b class="num">•</b>fig. οἵ τε δόμους ἐδάσαντο παρ' ὀφρυόεντι Πελώρῳ los que distribuyen sus casas, e.e. los que habitan, junto al elevado Peloro</i> Nonn.<i>D</i>.13.321, cf. <i>IM</i> 17.22 (III/II a.C.).<br /><b class="num">4</b> [[tragar]], [[devorar]] Hsch.s.u. δασσάσκετο.<br /><b class="num">II</b> [[partir]], [[despedazar]] Ἕκτορα ... δώσειν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι <i>Il</i>.23.21, cf. <i>Od</i>.18.87, 22.476, E.<i>Tr</i>.450, τὸν μὲν Ἀχαιῶν ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο los carros de los aqueos lo despedazaban con sus llantas</i>, <i>Il</i>.20.394, πορδάλιες (las bacantes) Πενθῆα παρὰ σκοπέλοισι δάσαντο Opp.<i>C</i>.4.315, ταὶ δὲ χθόνα ποσσὶ δατεῦντο <i>Il</i>.23.121, νῆα ... δασσάμενον μέγα κῦμα Opp.<i>H</i>.4.408.<br /><b class="num">III</b> intr. perf. pas. [[estar distribuido]], [[estar repartido]] τὰ μὲν πολίων ἐξεπράθομεν, τὰ [[δέδασται]] <i>Il</i>.1.125, τριχθὰ δὲ πάντα [[δέδασται]] <i>Il</i>.15.189, cf. <i>Od</i>.15.412, δεκάτη ... [[δέδασται]] Hes.<i>Th</i>.789, cf. Diog.Apoll.l.c., ἡ δὲ ἰατρικὴ ... σφι [[δέδασται]] tienen repartida la práctica de la medicina</i> Hdt.2.84, πανταχοῦ δέ μοι χθονὸς τεμένη [[δέδασται]] E.<i>HF</i> 1329, πάντα [[δέδασται]] todo está repartido</i> ref. a los temas poéticos en los que es difícil ser original, Choeril.2.3, ὁ μηδοφόνος δὲ [[δέδασται]] ξυνὸς ἐμὶν Μαραθὼν καὶ μαραθωνομάχοις <i>AP</i> 16.233 (Theaet.Schol.). • DMic.: <i>o-da-sa-to</i>.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de la r. que da lugar a [[δαίομαι]], [[δαίνυμι]] qq.u. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 21 August 2017
English (LSJ)
Il.18.264, etc., irreg. inf. δατέασθαι (
A v.l. -έεσθαι) Hes. Op.767: fut. δάσομαι (κατα- Il.22.354 (tm.): aor. ἐδασάμην, δασσάμην Od.14.208, Il.1.368, etc.; Ion. δασάσκετο 9.333 (δια-, tm.): pf. δέδασμαι Diog.Apoll.3, Q.S.2.57 in pass. sense (v. infr. 11): aor. inf. δασθῆναι, Hsch.:—divide among themselves, ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ' Ἀχαιοί Il.9.138; τὰ μὲν εὖ δάσσαντο μετὰ σφίσιν υἷες Ἀχαιῶν 1.368; ἄνδιχα πάντα δάσασθαι 18.511, cf. Od.2.335, etc.; χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι Pi.O.7.55; μένος Ἄρηος δατέονται they share, i.e. are alike filled with, the fury of Ares, Il.18.264: freq. of banqueters, κρέα πολλὰ δατεῦντο Od.1.112; μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ' 3.66; ὑπέστην Ἕκτορα . . δώσελν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι tear in pieces, Il.23.21, cf. Od.18.87, E.Tr.450. 2 [ἡμίονοι] χθόνα ποσσὶ δατεῦντο measured the ground with their feet, Il.23.121. 3 cut in two, τὸν μὲν . . ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο 20.394. II in act. sense, simply, divide, τρεῖς μοίρας δασάμενοι τὸν πεζόν having divided into.., Hdt.7.121; divide or give to others, τῶν θεῶν τᾡ ταχίστῳ . . τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον δατέονται Id.1.216; τοῖς παισὶ τὰ χρήματα Democr.279; μεῖον, πλέον δ. X.Cyr.4.2.43, Oec. 7.24; τὸ ἐπιβάλλον Corn.ND27: pf. in pass. sense, to be divided, distributed, Il.1.125, 15.189, Hdt.2.84, Diog.Apoll. l.c., E.HF1329.— Ep. and Ion., also Cret., Leg.Gort.4.28, al., and Arc., IG5(2).262 (Mantinea, v B.C.); rare in Trag., never in correct Att. Prose, exc. Lys.Fr.7S. (Cf. δαίω (B).)
German (Pape)
[Seite 524] (vgl. δαίω), nur praes. u. impf., theilen; δατεώμεθα ληίδα Iliad. 9, 138. 280; κρέα δατεῦντο Odyss. 1, 112, in Portionen zerlegen; κνίσην δ' ἐκ πεδίου ἄνεμοι φέρον οὐρανὸν εἴσω ἡδεῖαν, τῆς δ' οὔτι θεοὶ μάκαρεσδατέοντο, οὐδ' ἔθελον, sie verzehrten, genossen, Iliad. 8, 550, unächter Vers; τὸν μὲν Ἀχαιῶν ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ, er wurde übergefahren, die Räder theilten, d. h. zerstückelten seinen Leib, Iliad. 20, 394; ταὶ (ἡμίονοι) δὲ χθόνα ποσσὶ δατεῦντο ἐλδόμεναι πεδίοιο διὰ ῥωπήια πυκνά, »sie zertheilten den Boden mit den Füßen«, entweder = sie zerstampften den Boden bei'm Auftreten, oder = sie legten den Weg schrittweise zurück, vgl. carpere viam, Iliad. 23, 121; ὅθι περ Τρῶες καὶ Ἀχαιοὶ ἐν μέσῳ ἀμφότεροι μένος Ἄρηος δατέονται, »sie theilen die Kraft des Ares«, soll ohne Zweifel bedeuten »sie kämpfen«, offenbar eine unklare Vorstellung, Iliad. 18, 264. – Folgende: Pind. Ol. 7, 55 Her. 1, 216.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰτέομαι: Ὅμ., ἀνώμαλ. ἀπαρέμφ. δατέασθαι (-έεσθαι;) Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 765· δάσομαι Ἰλ. Χ. 354· ἀόρ. ἐδασάμην, δασσάμην (πρβλ. πατέομαι, ἐπασάμην) Ὅμ., Εὐρ.· Ἰων. δασάσεκτο Ἰλ. Ι. 33· πρκμ. δέδασμαι Κόϊντ. Σμ. 2. 57· ἀλλ' ἐν παθ. σημασ., ἴδε κατωτ. ΙΙ· πρβλ. ἀνα-, δια-, ἐν-δατέομαι. (Ἴδε ἐν λ. δαίω Β.) Διανέμομαί τι μετά τινος, ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ' Ἀχαιοὶ Ἰλ. Ι. 138· τὰ μὲν εὖ δάσσαντο μετὰ σφίσιν υἷες Ἀχαιῶν Α. 368· ἄνδιχα πάντα δάσασθαι Σ. 511, πρβλ. Ὀδ. Β. 335, κτλ.· χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι Πίνδ. Ο. 7. 101· - μένος Ἄρηος δατέονται. ἔχουσι μέρος, δηλ. εἶναι ἐξ ἴσου πεπληρωμένοι μὲ τὴν μανίαν τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Σ. 264· - ἰδίως ἐπὶ προσώπων ἐν συμποσίῳ, κρέα πολλὰ δατεῦντο Ὀδ. Α. 112· μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ' Γ. 66., Υ. 280· ὑπέστην Ἕκτορα… δώσειν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι, νὰ τὸν διασχίσωσιν εἰς τεμάχια, Ἰλ. Ψ. 21, πρβλ. Ὀδ. Σ, 87, Εὐρ. Τρω. 450. 2) [ἡμίονοι] χθόνα ποσσὶ δατεῦντο, ἐμέτρουν τὴν γῆν διὰ τῶν ποδῶν των, Λατ. carpebant viam pedibus, Ἰλ. Ψ. 121. 3) κόπτω εἰς δύο, τὸν μὲν… ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο Υ. 394. ΙΙ. ἐπὶ ἐνεργητ. σημασίας, ἁπλῶς = διαιρῶ, δύο μοίρας δασάμενοι τὸν στρατόν, διαιρέσαντες τὸν στρατὸν εἰς…, Ἡρόδ. 7. 121· διαιρῶ ἢ δίδω εἰς ἄλλους, τῶν θεῶν τῷ ταχίστῳ… τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον δατέονται ὁ αὐτ. 1. 216· - πρκμ. μετὰ παθ. σημασ., διαιροῦμαι, Ἰλ. Α. 125., Ο. 189, Ἡρόδ. 2. 84, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1329. Ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ' Ἡροδ. μὲ σημασ. ΙΙ, ἀλλὰ σπάνιον παρ' Ἀττ., καὶ οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττικῶν· πρβλ. ἐνδατέομαι.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
seul. prés. et impf.
1 partager entre soi : ληΐδα IL se partager un butin ; fig. μένος Ἄρηος IL se partager la force d’Arès en parl. de deux armées, càd combattre avec un égal courage;
2 diviser par portions : χθόνα ποσσί IL litt. partager la terre à la mesure de ses pas en parl. de mules, càd faire de grandes enjambées, dévorer l’espace;
3 donner en partage : τινί τι, qch à qqn;
4 prendre pour sa part, gén.;
5 avec idée de violence déchirer : κρέα OD manger litt. déchirer des viandes sel. d’autres couper les viandes, en parl. de serviteurs ; τινα IL couper en deux le corps de qqn en parl. des roues d’un char.
Étymologie: R. Δατ, développ. de la R. Δα, diviser ; v. δαίομαι.
English (Autenrieth)
(δαί Od. 24.2), ipf. 3 pl. δατεῦντο, fut. δάσονται, aor. δασσάμεθα, ἐδάσαντο, iter. δασάσκετο, perf. pass. 3 sing. δέδασται: divide with each other, divide (up); πατρώια, μοίρᾶς, ληίδα, κρέα, etc.; of simply ‘cutting asunder,’ Od. 1.112, τὸν μὲν Ἀχαιῶν ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο, Il. 20.394; χθόνα ποσσὶ δατεῦντο (ἡμίονοι), Il. 23.121; met., Τρῶες καὶ Ἀχαιοὶ | ἐν μέσῳ ἀμφότεροι μένος -Ἄρηος δατέονται, Il. 18.264.
English (Slater)
δᾰτέομαι
1 share, deal out ὅτε χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι (O. 7.55) “οὐ πρέπει νῷν μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαι” (P. 4.148) ]τ' ἔρωτος ἀνταμοιβὰν ἐδάσσατο [στρα]τάρχῳ Δ. 4. 42. in tmesis, v. διαδατέομαι.
Spanish (DGE)
(δᾰτέομαι)
• Morfología: [dór. pres. ind. δαδεῦνται (por δατεῦνται) Hsch., imperat. δατεῦ Hsch., inf. δατέασθαι Hes.Op.767, cret. δατε̄́θθαι ICr.4.72.4.28 (Gortina V a.C.), tard. δατέεσθαι Hsch., part. masc. δατιόμενος ICr.4.72.5.45 (Gortina V a.C.); impf. δατεῦντο Il.23.121; aor. ind. δάσσαντο Il.1.368, δασσάσκετο Hsch., subj. 3a plu. δάττονται ICr.4.72.5.34 (Gortina V a.C.), arcad. inf. δάσασσθαι SMSR 13.1937.58 (Mantinea V a.C.), part. δασσάμενος Od.3.66, Hes.Th.537, δαττάμενος SEG 23.566.18 (Axo VI a.C.), v. pas. inf. δασθῆναι Hsch.; fut. δάσονται Il.22.354, Od.2.368; perf. ind. δέδασται Il.1.125, Hes.Th.789, inf. δεδάσθαι Diog.Apoll.B 3]
I c. suj. de pers.
1 dividir en partes o porciones, repartir ἄνδιχα πάντα Il.18.511, 22.120, κρέα πολλὰ δατεῦντο dividían la carne en muchas porciones, Od.1.112, μοίρας Od.3.66, 20.280, cf. 19.423, ζωήν Od.14.208, μέγαν βοῦν Hes.Th.537, τρισσὴν γαῖαν Hes.Fr.233, cf. Hdt.3.39, 7.121, Theopomp.Hist.356b, Plu.Rom.17, διχθά τοι ... θεοὶ τιμὴν ἐδάσαντο h.Hom.22.4, (ἐνιαυτόν) δυώδεκα μέρεα δασαμένους Hdt.2.4
•jur. repartir, distribuir una herencia ICr.4.72.4.28 (Gortina V a.C.), bienes incautados SMSR l.c., ICr.1.9.1.126, 135 (Drero III/II a.C.).
2 c. suj. en plu. o colect. e idea de interés repartirse τὰ μὲν ... δάσσαντο μετὰ σφίσιν se repartieron entre ellos una parte, Il.1.368, ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ' Ἀχαιοί Il.9.138, 280, κτήματα γάρ κεν πάντα δασαίμεθα que nos repartiríamos toda su herencia (los pretendientes) Od.2.335, cf. 368, 3.316, 9.42, μῆλα δὲ Κύκλωπος ... δασσάμεθ' Od.9.549, πατρώϊα πάντα Od.17.80, κλῆρον Hes.Op.37, θεοὶ ... δάσσαντο ... τιμάς Hes.Th.112, χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι Pi.O.7.55, cf. Hdt.7.23, τὰ μὲν δασόμεσθα μετὰ σφίσιν A.R.3.909, οὐ κτῆσιν ἀνάρσια φῦλα δέδασται ἡμετέρην Q.S.2.57, cf. Philet.15.1
•fig., c. ac. de abstr. ἀμφότεροι μένος Ἄρεος δατέονται unos y otros se reparten la furia de Ares, e.d. ambos ejércitos combaten con igual denuedo, Il.18.264, μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαι Pi.P.4.148.
3 dar, asignar c. dat. de la pers. a quien se da o asigna algo οἱ δάσσαντο θεοὶ κλυτὰ δώματα ναίειν los dioses le concedieron habitar ilustres mansiones Hes.Th.303, ταύτην γάρ οἱ μοῖραν Hes.Th.520, τοῖς παισὶ ... τὰ χρήματα Democr.B 279, τῶν θεῶν τῷ ταχίστῳ πάντων τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον δατέονται Hdt.1.216, ἤν τι μεῖον ἡμῖν δάσωνται X.Cyr.4.2.43, cf. Oec.7.24, τῆς δὲ γῆς τὴν δορίκτητον ... τοῖς στρατιώταις Plu.Rom.27, στρατιῇ Διόνυσος ... ληίδα Nonn.D.40.275, πέντε τάλαντα οὐχ ὁσίῃ μοίρῃ πατρικὰ δασσάμενος AP 14.128 (Metrod.)
•sin dat. ἀρούρας Od.6.10, σπέρματα Hes.Op.446, ἁρμαλιήν Hes.Op.767, δαίμονας Alcm.65, τὸ ἐπιβάλλον Corn.ND 27, τάφους τε καὶ υἱέας AP 8.77 (Gr.Naz.)
•fig. οἵ τε δόμους ἐδάσαντο παρ' ὀφρυόεντι Πελώρῳ los que distribuyen sus casas, e.e. los que habitan, junto al elevado Peloro Nonn.D.13.321, cf. IM 17.22 (III/II a.C.).
4 tragar, devorar Hsch.s.u. δασσάσκετο.
II partir, despedazar Ἕκτορα ... δώσειν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι Il.23.21, cf. Od.18.87, 22.476, E.Tr.450, τὸν μὲν Ἀχαιῶν ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο los carros de los aqueos lo despedazaban con sus llantas, Il.20.394, πορδάλιες (las bacantes) Πενθῆα παρὰ σκοπέλοισι δάσαντο Opp.C.4.315, ταὶ δὲ χθόνα ποσσὶ δατεῦντο Il.23.121, νῆα ... δασσάμενον μέγα κῦμα Opp.H.4.408.
III intr. perf. pas. estar distribuido, estar repartido τὰ μὲν πολίων ἐξεπράθομεν, τὰ δέδασται Il.1.125, τριχθὰ δὲ πάντα δέδασται Il.15.189, cf. Od.15.412, δεκάτη ... δέδασται Hes.Th.789, cf. Diog.Apoll.l.c., ἡ δὲ ἰατρικὴ ... σφι δέδασται tienen repartida la práctica de la medicina Hdt.2.84, πανταχοῦ δέ μοι χθονὸς τεμένη δέδασται E.HF 1329, πάντα δέδασται todo está repartido ref. a los temas poéticos en los que es difícil ser original, Choeril.2.3, ὁ μηδοφόνος δὲ δέδασται ξυνὸς ἐμὶν Μαραθὼν καὶ μαραθωνομάχοις AP 16.233 (Theaet.Schol.). • DMic.: o-da-sa-to.
• Etimología: Deriv. de la r. que da lugar a δαίομαι, δαίνυμι qq.u.