ακολουθώ

From LSJ
Revision as of 22:48, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source

Greek Monolingual

(Α ἀκολουθῶ, -έω) (Ν. και ακολουθάω και ακλουθώ, -έω, -άω)
1. πηγαίνω μαζί με κάποιον ή μετά από κάποιον
2. ενεργώ σύμφωνα με κάποιον ή κάτι, συγκατανεύω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι
3. έρχομαι ως συνέπεια, επακολουθώ, απορρέω
4. ακολουθώ κάποιον χωρίς καθόλου να υστερώ
5. απρόσ. ακολουθεί
έπεται συνέχεια, συνεχίζεται
νεοελλ.
1. τηρώ πορεία, διευθύνομαι
2. επαναλαμβάνω μια ενέργεια, μιμούμαι
3. είμαι οπαδός κάποιου, συμφωνώ με τις αρχές του
4. φρ. «ακολουθώ κατά πόδας ή κατά βήμα ή το παράδειγμα κάποιου», μιμούμαι
«ακολουθώ πιστά ή επακριβώς», τηρώ
«ακολουθώ τη ρουτίνα», ενεργώ χωρίς πρωτοβουλία και με τρόπο τετριμμένο
αρχ.
1. κατανοώ τα λεγόμενα κάποιου, παρακολουθώ τη συνέχιση ενός λόγου
2. ακολουθώ την αναλογία κάποιου, είμαι όμοιος ως προς κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακόλουθος.
ΠΑΡ. ακολούθησις, ακολουθητικός
νεοελλ.
ακολούθημα.
ΣΥΝΘ. εξακολουθώ, επακολουθώ, παρακολουθώ, συνακολουθώ, συμπαρακολουθώ, συνεπακολουθώ
αρχ.
ἀντακολουθῶ, διακολουθῶ, ἐπακολουθῶ, κατακολουθῶ, μετακολουθῶ, περιακολουθῶ, προακολουθῶ, συγκατακολουθῶ, συνεξακολουθῶ].