κτήμα

From LSJ
Revision as of 12:35, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source

Greek Monolingual

και χτήμα, το (AM κτῆμα) κτώμαι
1. αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει κάποιος, αυτό που ανήκει στην κυριότητα κάποιου (α. «αυτό το βιβλίο δεν είναι κτήμα σου για να το κάνεις ό,τι θέλεις» β. «μὴ νύ τι σεῡ ἀέκητι δόμων ἐκ κτῆμα φέρηται», Ομ. Οδ.)
2. ιδιόκτητη αγροτική έκταση, αγρόκτημα (α. «έχω τρία σκυλιά στο κτήμα» β. «πειρῶ τὸν πλοῡτον χρήματα και κτήματα κατασκευάζειν», Ισοκρ.)
3. στον πληθ. τα κτήματα
τα ζώα, ιδίως τα υποζύγια («βοῡς και τάλλα κτήματα είναι πάντα του βελτίονός τε», Πλάτ.)
4. φρ. «κτῆμα ἐς ἀεί» — αναφαίρετο απόκτημα, αιώνιο κτήμα
νεοελλ.
1. κάθε ακίνητη ιδιοκτησία που έχει αυτοτέλεια, όπως αγρός, οικόπεδο ή οικοδομή
2. στον πληθ. αγροί, χωράφια, λιβάδια, ελαιώνες, αμπελώνες
μσν.-αρχ.
1. συν. στον πληθ. περιουσία, πλούτοςἔρως ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις», Σοφ.)
2. κωμόπολη, χωριό («ἔλαβεν ἐκ τοῦ κτήματος ὅπου ἀνετράφη ἀγροίκους γενναίους», Μαλάλ. Ι.)
3. τα υλικά
αρχ.
συν. στον πληθ.
1. κάθε απόκτημα
2. πολύτιμα αποταμιευμένα πράγματα, κειμήλια, θησαυροί («ὅθι πλεῑστα δόμοις ἐν κτήματα κεῑται», Ομ. Ιλ.)
3. (σε αντιδιαστολή προς το αγρός) η ακίνητη περιουσία («ἐπὶ τοσούτοις ἀγροῑς καὶ κτήμασι», Ισαί.)
4. φρ. «κτήματα και χρήματα» — περιουσία σε υποστατικά και χρήματα, Πλάτ.).