μόρσιμος

From LSJ
Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόρσῐμος Medium diacritics: μόρσιμος Low diacritics: μόρσιμος Capitals: ΜΟΡΣΙΜΟΣ
Transliteration A: mórsimos Transliteration B: morsimos Transliteration C: morsimos Beta Code: mo/rsimos

English (LSJ)

ον, (μόρος) poet. Adj., used also by Hdt.,

   A appointed by fate, destined, ἡ δέ κ' ἔπειτα γήμαιθ' ὅς κε πλεῖστα πόροι καὶ μόρσιμος ἔλθοι Od.16.392; οὐδ' ἄρ' Ὀδυσσῆϊ . . μόρσιμον ἦεν . . Διὸς υἱὸν ἀποκτάμεν Il.5.674; μ. ἐστι θεῷ . . δαμῆναι 19.417, cf. Hdt.3.154; ᾧ θανεῖν οὐ μ. A.Pr.933; σοὶ μὲν γαμεῖσθαι μ. γαμεῖν δ' ἐμοί Id.Fr.13; τὸ μόρσιμον destiny, doom, Pi.P.12.30, A.Th.263, 282, S.Ant.236, Fr.953; τὰ μόρσιμα Sol.13.55.    II foredoomed to die, οὔ τοι μόρσιμός εἰμι Il. 22.13; μόρσιμον ἦμαρ the day of doom, 15.613, Od.10.175; so μ. αἰών one's appointed time, Pi.O.2.10, A.Supp.46 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 208] ον, vom Schicksal bestimmt, fatalis; γήμαιθ', ὅς κε πλεῖστα πόροι καὶ μόρσιμος ἔλθοι, Od. 16, 392, öfter; bes. vom Schicksal zum Tode bestimmt, οὐ μέν με κτενέεις, ἐπεὶ οὔτοι μόρσιμός εἰμι, Il. 22, 13; μόρσιμον ἦμαρ, der vom Schicksal verhängte Todestag, 15, 613 Od. 10, 175; μόρσιμόν ἐστί τινι, es ist Einem beschieden, vom Schicksal verhängt, Il. 5, 874. 19, 417; so τὸ μόρσιμον, das Schicksal, οὐ παρφυκτόν, Pind. P. 12, 30; τὸ μ. Διόθεν πεπρωμένον, N. 4, 61; τὸ μόρσιμον ἀπέδωκεν, N. 7, 44; ᾧ θανεῖν οὐ μόρσιμον, Aesch. Prom. 935; σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον, Spt. 245; ἐπεκραίνετο μόρσιμος αἰών, Suppl. 46, öfter; μὴ παθεῖν ἂν ἄλλο ἢ τὸ μόρσιμον, Soph. Ant. 236; παρεὶς τὸ μόρσιμον, Eur. Alc. 942; μόρσιμα οὔτι φυγεῖν θέμις, Heracl. 615; sp. D., μόρσιμον ὄπα ἧκεν, Ant. Thall. (VII, 188). – In Prosa selten, ἐδόκεε μόρσιμον εἶναι τῇ Βαβυλῶνι ἁλίσκεσθαι, Her. 3, 154; Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

μόρσῐμος: -ον, (μόρος) ποιητ. ἐπίθετ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., προωρισμένος ὑπὸ τῆς μοίρας, πεπρωμένος, Λατιν. fatalis, ἡ δὲ ἔπειτα γήμαιθ’ ὅς κε πλεῖστα πόροι καὶ μόρσιμος ἔλθοι Ὀδ. Π. 392, Φ. 162· οὔτ’ ἄρ’ Ὀδυσσῆι... μόρσιμον ἦεν... Διὸς υἱὸν ἀποκτάμεν Ἰλ. Ε. 674· μ. ἐστι θεῷ... δαμῆναι Τ. 417, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 154· ᾧ θανεῖν οὐ μ. Αἰσχύλ. Πρ. 933· σοὶ μὲν γαμεῖσθαι μ., γαμεῖν δ’ ἐμοὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 11· τὸ μόρσιμον, τὸ πεπρωμένον (ἡ εἱμαρμένη), Πινδ. Π. 12. 53, Αἰσχύλ. Θήβ. 263, 281, Σοφ. Ἀντ. 236· - οὕτω, τὰ μόρσιμα Σόλων 5. 55. ΙΙ. προωρισμένη εἰς θάνατον, οὔτοι μόρσιμός εἰμι Ἰλ. Χ. 13· μόρσιμον ἦμαρ, ἡ ἡμέρα τοῦ ὀλέθρου, τοῦ θανάτου, Ο. 613, Ὀδ. Κ. 175· οὕτω, μ. αἰών, ὁ ὡρισμένος καιρός τινος, Πινδ. Ο. 2. 18, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 47. Πρβλ. μοιρίδιος.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
1 marqué par le destin, fatal : μόρσιμόν ἐστι IL c’est l’arrêt du destin;
2 marqué par le destin pour la mort : μόρσιμον ἦμαρ IL, OD jour suprême;
3 exposé à la mort, mortel : ἐπεὶ οὔτοι μόρσιμός εἰμι IL car je ne suis pas sujet à la mort.
Étymologie: μόρος¹.

English (Autenrieth)

(μόρος): fated, ordained by fate, w. inf., Il. 19.417, Il. 5.674; of persons, destined to death, doomed, Il. 22.13; to marriage, Od. 16.392 ; μόρσιμον ἦμαρ, ‘day of death,’ Il. 15.613.

English (Slater)

μόρσιμος (cf. μοιρίδιος)
   1 allotted αἰὼν δ' ἔφεπε μόρσιμος (O. 2.10) ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα (I. 7.41) pro subs., τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν (P. 12.30) καὶ τὸ μόρσιμον Διόθεν πεπρωμένον ἔκφερεν (N. 4.61) ἀλλὰ τὸ μόρσιμον ἀπέδωκεν (N. 7.44) μόρσιμ' ἀναλύεν Ζεὺςθεῶν σκοπὸς οὐ τόλμα (Pae. 6.94)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μόρσιμος και μόριμος, -ον)
1. αυτός που είναι προορισμένος, προαποφασισμένος από τη μοίρα, πεπρωμένος, μοιραίος («σοὶ μὲν γαμεῑσθαι μόρσιμον, γαμεῑν δ' ἐμοί», Αισχύλ.)
2. φρ. «μόρσιμον ἦμαρ» — η ημέρα του θανάτου, του ολέθρου, της καταστροφής
αρχ.
1. αυτός που υπόκειται στη μοίρα, αυτός που είναι προορισμένος να πεθάνει, ο θνητός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μόρσιμον
το πεπρωμένο, η ειμαρμένη, η τύχη, το μοιραίο
3. φρ. «μόρσιμος αἰών» — ο ορισμένος για κάποιον από την τύχη χρόνος που θα ζήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μόρ-ιμος < μόρος «μοίρα, πεπρωμένο» + κατάλ. -ιμος. Ο τ. μόρσιμος < μόρος, κατά τα επίθ. σε -σιμος, χρησιμοποιήθηκε με μεγαλύτερη συχνότητα επειδή εξυπηρετούσε μετρικές ανάγκες. Η άποψη ότι το επίθ. μόρσιμος παράγεται από έναν αμάρτυρο τ. μόρσις (πρβλ. λατ. mors, mortis «θάνατος») δεν θεωρείται πιθανή].

Greek Monotonic

μόρσῐμος: -ον (μόρος),·
I. προκαθορισμένος από τη μοίρα, πεπρωμένος, Λατ. fatalis, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αισχύλ.· τὸ μόρσιμον, πεπρωμένο, μοίρα, σε Πίνδ., Τραγ.· τὰ μόρσιμα, σε Σόλων.
II. προορισμένος να πεθάνει, σε Όμηρ.