μυαλό
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Greek Monolingual
και μνυαλό, το (Μ μυαλό και μυαλόν)
1. εγκέφαλος («με αλοσκόρπιστα μυαλά», Σολωμ.)
2. ο μυελός τών οστών, το μεδούλι («αυτό το κόκαλο είναι γεμάτο μυαλό»)
3. ο νωτιαίος μυελός
4. νους, κρίση, διάνοια («κοφτερό μυαλό»)
5) φρόνηση, σύνεση, ευφυΐα («αν είχε μυαλό δεν θα είχε καταντήσει τώρα έτσι»)
4. σκέψη
νεοελλ.
1. φρ. «είναι σαν μυαλό» (για φαγητό) είναι τρυφερό, μαλακό
2. φρ. α) «αυτός είναι μυαλό» και «έχει γερό μυαλό» και «έχει τετραγωνικό μυαλό» — είναι άνθρωπος με ορθή και διαυγή κρίση, είναι πολύ ευφυής
β) «έχει θηλυκό μυαλό» ή «γεννάει το μυαλό του» — είναι ευφυής, είναι επινοητικός, εφευρετικός
γ) «έχασε τα μυαλά του» — τρελάθηκε
δ) «πήραν τα μυαλά του αέρα» — επιθυμεί και επιδιώκει τα ανέφικτα ή υπερεκτιμά τις δυνάμεις του και γίνεται αλαζόνας
ε) «του πήρε το μυαλό» — του ενέπνευσε σφοδρό έρωτα
στ) «δεν έπηξε ακόμη το μυαλό του» — είναι ακόμη πνευματικά ανώριμος, φέρεται ακόμη επιπόλαια
ζ) «μυαλό κουκούτσι» — λέγεται για κάποιον που είναι κουτός, ανόητος
η) «τα μυαλά σου και μια λύρα και του μπογιατζή ο κόπανος» — λέγεται ως επίπληξη σε κάποιον που δίνει εσφαλμένες απαντήσεις ή μιλά ασυνάρτητα και ανόητα
θ) «πού είχες το μυαλό σου;» — γιατί δεν πρόσεξες ή γιατί δεν προνόησες;
ι) «του φάνη το γουλί μυαλό και το ζουμί του μέλι» — λέγεται για κάποιον που πεινά πολύ
ια) «δεν έχω μυαλό για δουλειά» — δεν μπορώ να συγκεντρωθώ
μσν.
το κρανίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μυελόν < μυαλός < μυελός, με αλλαγή γένους κατά το γένος τών λ. κρανίο, κεφάλι (πρβλ. η πεύκη > πεύκο, η ελάτη > έλατο, κατά το δέντρο)].