ἐναντίον

From LSJ
Revision as of 14:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναντίον Medium diacritics: ἐναντίον Low diacritics: εναντίον Capitals: ΕΝΑΝΤΙΟΝ
Transliteration A: enantíon Transliteration B: enantion Transliteration C: enantion Beta Code: e)nanti/on

English (LSJ)

Adv.,

   A v. ἐναντίος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναντίον: ἐπίρρ., ἴδε ἐναντίος.

French (Bailly abrégé)

adv.
v. ἐναντίος.

English (Strong)

neuter of ἐναντίος; (adverbially) in the presence (view) of: before, in the presence of.

Greek Monolingual

και εναντίο και ενάντιο(ν) (AM ἐναντίον
Μ και ἐναντίο και ἐνάντιο[ν])
επίρρ.
1. (με εχθρ. διάθ.) κατά κάποιου («και θανάσιμο τινάζεις εναντίο τους κεραυνό», Σολωμ.)
2. αντίθετα με κάποιον ή με κάτι
3. σε αντίθετη κατεύθυνση, κόντρα σε κάποιον ή σε κάτι
4. αντιστρόφως, αντιθέτως προς κάτι
5. (με άρθρο) τουναντίον
αντιθέτως, αντιστρόφως
μσν.
αλλιώς, ειδεμή («ὅσοι Ρωμαῑοι ἔχουν φέουδα νὰ τουρκεύουν καὶ τὰ παίρνουν, ἐνάντιο τὰ χάνουν», Έγγρ. 1637, Σάθας)
2. (τοπικ.) απέναντι, αντίκρυ, αντικριστά («σταίνουσιν οἱ δυο τωνε ἐνάντιον τὰ κοντάρια», Ιμπ.)
3. (αναφορά) απέναντι σε κάποιον («ὅσα ἐφταίξαμεν ἐναντίον τοῡ Θεοῡ καὶ τῶν ἀνθρώπων», Ιερόθ.)
αρχ.
1. ενώπιον, μπροστά σε κάποιον (α. «τὸν ξεῑνον ἐναντίον ὧδε κάλεσσον», Ομήρ. Οδ.
β. «ἐναντίον ἁπάντων λέγειν», Θουκ.)
2. κατά πρόσωπο («αἰσχύνομαί σε προσβλέπειν εναντίον», Αισχ.)
3. (με άρθρο) τοὐναντίον
α) αντιθέτως, αντιστρόφως
β) εξάλλου («ἤ πάλιν τοὐναντίον», Μένανδρ.).

Greek Monotonic

ἐναντίον: επίρρ., βλ. ἐναντίος.

Russian (Dvoretsky)

ἐναντίον: I τό, in crasi τοὐναντίον, тж. pl. ἐναντία τά, in crasi τἀναντία (тж. κατὰ τἀναντία Plat. и ἐκ τῶν ἐναντίων Polyb.)
1) напротив, наоборот Soph., Thuc., Xen., Plat.: πᾶν τοὐναντίον Plat. и πάντα τἀναντία Xen. как раз наоборот, совсем напротив; τὰ ἔναντία τούτων Her., Thuc. и τἀναντία τούτοις Plat. в противоположность этому; τοὐναντίον δρῶν ἢ προσῆκ᾽ αὐτῷ ποιεῖν Arph. поступая не так, как ему следует, а как раз наоборот;
2) в лицо, лицом к лицу (προσβλέπειν τινά Eur.): τὸν ἐναντίον ὧδε κάλεσσον Hom. позови его сюда; ἐ. παντὸς τοῦ λαοῦ NT перед лицом всего народа.
II
1) praep. cum gen.; 1.1) в лицо (βλέπειν ἐ. τινός Eur.); 1.2) навстречу (ἰέναι Hom. и ἐλθεῖν ἐ. τινός Pind.); 1.3) перед лицом, в присутствии (ἐ. ἁπάντων Thuc.; ἐ. τῶνδε Soph.);
2) praep. cum gen. и cum dat. против (μάχεσθαι ἐ. τινός, νεικεῖν ἐ. ἀλλήλοισιν Hom.).
III τό
1) противоположность (ἡ τῶν ἐναντίων ἐπιστήμη Arst.);
2) враждебная партия Xen.