σκοτία
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
ἡ, (σκότος)
A darkness, gloom, A.R.4.1698, LXX (Mi.3.6, al.), NT (Ev.Matt.10.27, al.), cf. Moer.p.354 P. II in Architecture, scotia, cavetto, a sunken moulding, so called from the dark shadow it casts, Vitr.3.5.2, Hsch. III Σκοτιά, epith. of Aphrodite in Egypt, Id.
German (Pape)
[Seite 905] ἡ, Finsterniß, Dunkelheit; finsterer Ort, Grab, Unterwelt, σκοτίᾳ κρύπτεται, Eur. Phoen. 338. – In der Baukunst ein vertieftes Glied der Säulenbasen, Hesych. u. Vitruv. 3, 3.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτία: ἡ, (σκότος) σκότος, γνόφος, ἀχλύς, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1698, Γρηγόρ. ἐν Ἀνθ. Π. 8. 187, 190, καὶ παρ’ ἄλλοις μεταγεν.· ἴδε Μοῖρ. σ. 354. ΙΙ. ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ, τὸ ὑπὸ ἐξέχουσαν γραμμὴν βαθὺ ὑπόσκαμμα, cavetto, κληθὲν οὕτως ἐκ τῆς βαθείας ἢ σκοτεινῆς σκιᾶς, ἣν σχηματίζει, Ἡσύχ., Βιτρούβ. 3. 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. ténèbres, obscurité;
II. t. d’archit. 1 triglyphe, c. τροχίλος;
2 scotie, sorte de gouttière.
Étymologie: σκότος.
English (Strong)
from σκότος; dimness, obscurity (literally or figuratively): dark(-ness).
English (Thayer)
σκοτίας, ἡ (on its derivation cf. σκηνή), (Thomas Magister, ὁ σκότος καί τό σκότος. τό δέ σκοτία οὐκ ἐν χρησει namely, in Attic (cf. Moeris, under the word; Liddell and Scott, under the word σκότος, at the end)), darkness: properly, the darkness due to want of daylight, ἐν τῇ σκοτία (λαλεῖν τί), unseen, in secret (equivalent to ἐν κρύπτω, ἐν τῷ φωτί, L Tr WH; Anth. 8,187. 190; for חָשְׁכָה אֹפֶל, Job 28:3.)
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και σκοτεία Α
1. σκοτάδι, σκότος, ζόφος («νὺξ ὑμῑν ἔσται ἐξ ὁράσεως, καὶ σκοτία ἔσται ὑμῑν ἐκ μαντείας», ΠΔ)
2. αρχιτ. η κοίλη γλυφή που χωρίζει τις δύο σπείρες της αττικής βάσης του ιωνικού, κορινθιακού και σύνθετου κίονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + επίθημα -ία (πρβλ. φιλ-ία). Η άποψη ότι ο τ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. σκότιος (πρβλ. αἰτία < αἴτιος) δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
σκοτία: ἡ (σκότος), σκοτεινιά, σκοτάδι, ζόφος, σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκοτία -ας, ἡ [~ σκότιος] duisternis (van de avond).
Russian (Dvoretsky)
σκοτία: ἡ темнота, тьма, мрак Anth., NT.