κραυγή

From LSJ
Revision as of 02:23, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραυγή Medium diacritics: κραυγή Low diacritics: κραυγή Capitals: ΚΡΑΥΓΗ
Transliteration A: kraugḗ Transliteration B: kraugē Transliteration C: kravgi Beta Code: kraugh/

English (LSJ)

ἡ,

   A crying, screaming, shouting, τίς ἥδε κ.; Telecl.35; κραυγὴν θεῖναι, στῆσαι, E.Or.1510, 1529; ποιεῖν X.Cyr.3.1.4; κραυγῇ χρῆσθαι Th.2.4; κ. γίγνεται Lys.13.71; rarely of a shout of joy, PPetr.3p.334 (iii B. C.), Ev.Luc.1.42: in pl., Aeschin.1.34, Vett.Val.2.35; κραυγὴ Καλλιόπης, as an instance of bad taste, cited from.Dionys.Eleg. (7) by Arist.Rh.1405a33.

Greek (Liddell-Scott)

κραυγή: ἡ, (ἐκ √ΚΡΑΓ, κράζω) ὡς καὶ νῦν, τὸ κραυγάζειν, Λατ. clamor, τίς ἥδε κραυγή; Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 9· κραυγὴν στῆσαι, θεῖναι Εὐρ. Ὀρ. 1510, 1529· ποιεῖν Ξεν. Κύρ. 3. 1, 4· κ. γίγνεται Λυσ. 136. 24· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχίν. 5. 27· κραυγὴ Καλλιόπης (ἀντὶ ποίησις) ὡς παράδειγμα ἐλλείψεως καλαισθησίας, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Διονυσ. τοῦ Χαλκοῦ ὑπὸ Ἀριστ. ἐν τῇ Ρητ. 3. 2, 11.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
cri : κραυγὴν ποιεῖν XÉN pousser un cri ; clameur.
Étymologie: R. Κραγ, crier ; cf. κράζω.

English (Strong)

from κράζω; an outcry (in notification, tumult or grief): clamour, cry(-ing).

English (Thayer)

κραυγῆς, ἡ (cf. κραζο; on its classical use see Schmidt, Syn. i., chapter 3 § 4; from Euripides down). The Sept. for זְעָקָה, צְעָקָה, שַׁוְעָה, תְּרוּעָה, etc.; a crying, outcry, clamor: T WH Tr text; R G in Revelation 21:4.

Greek Monolingual

η (AM κραυγή)
1. έναρθρη ή, συνηθέστερα, άναρθρη δυνατή φωνή (α. «μόλις άκουσε τις κραυγές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει» β. «καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῆ τε καὶ ὀλολυγῆ χρωμένων», Θουκ.
γ. «ζητεῑν τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους ἀπελαύνειν ἀπὸ τοῡ βήματος ταῑς κραυγαῑς», Αισχίν.)
2. (για σκύλο) γάβγισμα
3. (για κόρακα) κρωγμός
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) παιδική ασθένεια
2. φρ. α. «κραυγὴ Καλλιόπης» — λέγεται ως παράδειγμα ακαλαισθησίας
β. «κραυγὴν τίθημι» ή «κραυγὴν ἵστημι» ή «κραυγὴν ποιῶ» ή «κραυγῆ χρῶμαι» — κραυγάζω, βάζω τις φωνές, βγάζω κραυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο σχηματισμός της λ. οφείλεται σε ονοματοποιία, οπότε ανάγεται πιθ. σε παρεκτεταμένο τ. kraug- (< ΙΕ ρίζα ker- «ηχομίμηση βραχνών κραυγών πτηνών») και συνδέεται με κόραξ, κορώνη, κράζω και με λ. γερμανικές και βαλτοσλαβικές, πρβλ. αρχ. νορβ. hraukr «κραυγός», γοτθ. hrūk «φωνή του κόκορα», λιθουαν. kraukiu «κρώζω», ρωσ. kruk «κόρακας», αρχ. ινδ. krośati «κραυγάζω». Το θέμα της λ. κραυγ- εμφανίζουν τα ανθρωπωνύμια Κραῡγις, Κραυξίδας, Κραυγαλίδαι.
ΠΑΡ. κραυγάζω
αρχ.
κραύγαζος, κραυγανώμαι, κραυγάρης, κραυγίας, κραυγός, κραυγόν
αρχ.-μσν.
κραύγασος
μσν.
κραυγμός].

Greek Monotonic

κραυγή: ἡ (κράζω), κραυγή, φωνή, τσίριγμα, ουρλιαχτό, Λατ. clamor, σε Ευρ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κραυγή: дор. κραυγά ἡ крик Dem. etc.: κραυγὴν ποιεῖν Xen., στῆσαι или τιθέναι Eur. поднимать крик.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραυγή -ῆς, ἡ schreeuw, gegil.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: cry, loud crying (Att.).
Derivatives: κραυγίας ἵππος, ὁ ὑπὸ κραυγῆς καὶ ψόφου ταρασσόμενος H. and κραυγός δρυοκολάπτου εἶδος H. Denomin. κραυγάζω cry, crack (unknown poet ap. Pl. R. 607b, D., hell.) with κραυγασμός crying (Diph.), -αστής cryer (AB), -άστρια f. (H.), -αστικός crying (Procl., sch.). Also κραύγασος cryer (Gloss.; Schwyzer 516, Chantraine Formation 435) with Κραυγασίδης (Batr.), κραύγαζος (Ptol.). - Other formation κραυγανάομαι in κραυγανώμενον (Hdt. 1, 111; v. l. -γόμενον; cf. Schwyzer 770); uncertain sch. Call. Aet. Fr. 1, 20. - Further the PN Κραῦγις, Κραυξίδας, Κραυγαλίδαι (Bechtel Hist. Personennamen 496).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [571] *krau-k- cry
Etymology: With κραυγ-ή, which as nomen actionis could point to a primary verb, agree in Germanic and Balto-Slavic several forms. With κραυγός OWNo. hraukr searaven could be directly equated (Fick KZ 43, 144; rejected by Falk-Torp Wb. s. raage II ). Besides with ablauting ū Goth. hrūk acc. sg. crowing and hrūkjan to crow (would be Gr. *κρυγέω; [not to κορύγης κῆρυξ. Δωριεῖς H.; s.v. κῆρυξ]; Fick l.c.). Final tenuis is seen in Lith. kraukiù, kraũkti screech, Slav., e.g. Russ. kruk raven (IE *krauk-os). Note further, with palatal final, Skt. króśati = Av. xraosaiti screem, cry. - As in comparable κράζω, κρώζω, κραυγή is based on an old soundimitation. Pok. 571, Vasmer Russ. et. Wb. s. kruk, Feist Vgl. Wb. d. got. Spr. s. hruk, W.-Hofmann s. cornīx.