γόμφος
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
ὁ,
A bolt, for ship-building, Od.5.248; for other uses, Hes. Op.431, A.Th.542; dowel, SIG246ii40 (Delph., iv B. C.); γόμφοις καὶ περόνῃσιν ἀρηρότε Parm.1.20; γόμφῳ ἢ κόλλῃ ἢ ἁφῇ Arist.Ph.227a17, cf. Metaph.1052a24: generally, bond, fastening, as of the cross-ribs of Egyptian canoes, Hdt.2.96; of the ankle-joint, Arist.PA654b21; of the in visible bonds uniting the partieles of the body, Pl.Ti.43a: metaph., γ. κατάστοργοι, of love, Emp.87; τῶνδ' ἐφήλωται . . γόμφος διαμπάξ these things are determined, A.Supp.945:—acc. to EM238.4, γ. were prop. of wood; but cf. γ. χαλκοί IG9 (1).691 (Corc.), γ. σιδηροῖ Plb.13.7.9. 2 instrument for cautery, Hippiatr.97. 3 = γόμφιος, Hsch. II sea-fish, = γομφάριον, Gloss. (Cf.Skt. jámbhas 'tooth', Lith. ža[mtilde]bas 'edge of a beam', etc.)
German (Pape)
[Seite 501] ὁ, VLL. σφήν, Schol. Ar. Equ. 461 σφῆνες οἱ συνείροντες τὰς σανίδας, ein keilförmiger, starker Nagel, bes. zum Zusammenfügen des Schiffsgebälks, Od. 5, 248, ἅπαξ εἰρημέν.; Ap. Rh. 2, 613; vgl. Antiphil. 27 (IX, 306) γόμφος δ' οὐκέτι χαλκὸς ἐν ὁλκάσιν οὐδὲ σίδηρος, ἀλλὰ λίνῳ τοίχων ἁρμονίη δέδεται, woraus, wie aus σιδηροῖ γ. Pol. 13, 7, 9 hervorgeht, daß sie nicht ausschließlich von Holz waren (vgl. ἧλος). Nagel am Pflug, Hes. O. 429; vgl. Agath. 30 (VI, 41); u. sonst Nagel, Aesch. Spt. 524; Plat. Tim. 43 a; Arist. Metaph. 9, 1 stellt κόλλῃ ἢ γόμφῳ ἢ συνδέσμῳ zusammen; Luc. Gall. 24 μοχλοί, γόμφοι, ἧλοι. – Bei Her. 2, 96 scheinen es Holzlatten zu sein, welche die Schiffsbretter zusammenhalten; Arist. de part. anim. 2, 9 braucht es von der Vergliederung zweier Knochen durch ein Sprungbein.
Greek (Liddell-Scott)
γόμφος: ὁ, ἧλος ἐκ μετάλλου ἢ ξύλου, σφήν, ἐν τῆ κατασκευῇ πλοίου, Ὀδ. Ε΄, 248· καὶ δι’ ἄλλας χρήσεις, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 429, Αἰσχύλ. Θήβ. 542·― καθόλου, πᾶν εἶδος συνδέσμου ἢ ἀσφαλίσεως, ὡς ἐν Ἡροδ. 2. 96, γόμφοι, εἶναι τὰ τὰς πλευρὰς τῶν Αἰγυπτιακῶν λέμβων συνδέοντα ξύλα ἢ σανίδια· ἐν Ἀριστ. Ζ. Μ. 2. 9, 5, ἐπὶ τοῦ συνδέσμου τοῦ γόνατος, πρβλ. 4. 10, 60, Φυσ. 5. 3, 7·― μεταφ., τῶνδ’ ἐφήλωται… γόμφος, ἴδε ἐφηλόω.― Οἱ Γραμματικοὶ διακρίνουσι τὸ γόμφος ἀπὸ τοῦ ἧλος, ὡς ἂν τὸ πρῶτον ἦτο ἐκ ξύλου, τὸ δὲ δεύτερον ἐκ μετάλλου· ἀλλὰ γόμφοι χαλκοῖ ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1838. 11· γ. σιδηροῖ ἐν Πολυβ. 13. 7, 9· φαίνεται δὲ μᾶλλον ὅτι ἡ διαφορὰ ἦτο εἰς τὸ μέγεθος, καθόσον ὁ γόμφος ἦτο μεγαλείτερος, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 463, καὶ πρβλ. Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) γραφικὸς στῦλος, γραφίς, Νόν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάν. ιθ΄, 101. ΙΙ. εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, ἴδε γομφάριον. (Ἴσως ἡ ἐξ ἀρχῆς σημασία ἦτο ἡ τοῦ ὀδόντος, πρβλ. γομφίος, γάμφαι, γαμφηλή· Σανσκρ. ǵambhas (dens), ǵabh, gabh é, (capto)· Λιθ. gémbé (uncus).)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 cheville (de fer ou de bois) pour lier ensemble les pièces d’un navire;
2 latte ou traverse de bois pour soutenir les planches d’un navire.
Étymologie: DELG skr. jámbha « dent », d’où idée de « pointe, cheville ».
English (Autenrieth)
wooden nail, peg, pl., Od. 5.248†.
Greek Monolingual
ο (AM γόμφος)
1. ξύλινο ή μετάλλινο καρφί
2. μικρό κομμάτι ξύλου, σφήνα που χρησιμοποιείται για τη στερέωση κινητών μερών μιας διάταξης
νεοελλ.
καρφί που χρησιμεύει στη σύνδεση διαφόρων εξαρτημάτων ενός μηχανισμού, βλήτρο
αρχ.
σφήνα, πάσσαλος για σύνδεση σανιδωμάτων πλοίου
2. κλείδωση, άρθρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γόμφος ανάγεται σε ĝombh-, ετεροιωμένη βαθμίδα του ĝembh- «δαγκώνω, σπάζω με τα δόντια» (πρβλ. αρχ. ινδ. jamba- «δόντι», αρχ. σλαβ. zobŭ «δόντι», λιθ. žambas «εξέχουσα γωνία», λετ. zuobs «δόντι», αρχ. άνω γερμ. Kamb «χτένι»)].
Greek Monotonic
γόμφος: ὁ, καρφί, μεταλλικό ή ξύλινο, για τη ναυπήγηση πλοίων, σε Ομήρ. Οδ.· και για άλλες χρήσεις, σε Ησίοδ., Αισχύλ.· γενικά, κάθε είδος συνδέσμου ή ασφάλειας· λέγεται για τα ξύλα ή τις σανίδες που συνδέουν τις πλευρές των αιγυπτιακών λέμβων, σε Ηρόδ. (πιθ. συγγενές προς το γαμφηλαί).
Russian (Dvoretsky)
γόμφος: ὁ
1) гвоздь, шип; болт, тж. колышек Hom., Hes., Aesch., Plat., Arst., Polyb., Luc.;
2) связывающая планка, перемычка, скрепа: περὶ γόμφους περιείρειν τὰ ξύλα Her. соединять бревна скрепами;
3) сочленение (ἀστράγαλος οἶον γ. Arst.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: peg, bolt, nail' (Od.); also a fish name (Gloss.; Strömberg Fischnamen 36), tooth (H.).
Derivatives: γομφίος (ὀδών) grinder-tooth (Ion.-Att.), γομφίτης kind of styrax (Aët.; Redard Les noms grecs en -της 70), γομφάριον fish name (Sch.). - Denom. γομφόομαι, -όω fasten with bolt or nails (A.) with γόμφωσις (Gal.), γόμφωμα frame-work, peg (Plu.); γομφωτήρ shipbuilder (AP), γομφωτήριον tenon (Delos IIIa); γομφωτικη τέχνη shipbuilding (Pl.). - γομφιάζω have toothache, gnash the teeth (LXX) with γομφιασμός (LXX) and γομφίασις (Dsc.).
Origin: IE [Indo-European] [369] *ǵembh-, ǵombhos bite; cutting tooth
Etymology: Old word for tooth, prob. cutting tooth: Skt. jámbha-, Alb. dhëmb, OCS zǫbъ, Latv. zùobs, Toch. A kam, B keme; cf. κόμβους ὀδόντας γομφίους H. (Illyrian? Krahe IF 60, 297). With metaph. meaning, e. g. OHG kamb comb, and Lith. žam̃bas sharp side. - On the deviant meaning in Greek (from the use of the cutting teeth as pegs) s. Porzig Gliederung 184f. - Verbs in Skt. iterative jambháyati grind; and Lith. žembiù, žem̃bti cut, OCS zębǫ tear up; on the meanings see Narten KZ 79 (1965) 255ff..