ῥαδινός

Revision as of 19:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ή, όν, Aeol. βράδῐνος [ᾰ], α, ον, poet. Adj.

   A slender, taper, ἱμάσθλη Il.23.583; ἄκοντες Stesich.53; κίονες Ibyc.58; of plants, ὄρπαξ Sapph.104; φοῖνιξ Thgn.6; κυπάρισσοι Theoc.11.45, 27.46.    2 of the limbs or body, taper, slim, slender, πόδες h.Cer.183, Hes.Th.195; χεῖρες Thgn.1002, cf. Ath.Mitt.17.272 (Athens, ii A.D.); μηροί Anacr. 66; πῶλοι Id.165 (unless in signf. 3); βραδίναν Ἀφροδίταν Sapph.90; παῖς Theoc.10.24; σώματα X.Lac.2.5; ῥ. τῷ μήκει τοῦ σώματος Plu.2.723d; of the neck, Aret.SD1.8; τράχηλος AP5.131 (Phld.); πτέρυγες (of a cicada) ib.7.200 (Nic.).    3 generally, soft, tender, ῥαδινῇ τῇ κόμῃ, of ivy, Ach.Tat.1.15; δέρμα προβάτου ὡς ὅτι ῥαδινώτατον Id.3.21: metaph., tender or mobile, ὄσσε A.Pr.401 (lyr.); and the Gramm. (Sch.A. l.c.) give εὐκίνητος among other interpretations.

German (Pape)

[Seite 831] äol. βραδινός, schwank, schlank; ἱμάσθλη, die schwanke Gerte od. Peitsche, Il. 23, 583 (nach Apoll. L. H. παρὰ τὸ ῥᾳδίως δονεῖσθαι, s. unten); πόδες, flinke, leicht bewegliche Füße, h. Cer. 183 Hes. Th. 195, die B. A. 6, 26 erkl. werden ὀρθοὶ καὶ ἁπαλοί, ἢ εὖ πεφυκότες, zu allgemein; χεῖρες, seine, flinke od. zierliche Hände, Theogn. 6. Nach Schol. Ap. Rh. 3, 106 brauchte es Anacr. ἐπὶ τάχους, ῥαδινοὶ πῶλοι, Ibyc. ἐπὶ τῶν τὸν οὐρανὸν βασταζόντων κιόνων ἀντὶ τοῦ εὐμεγέθεις, schlanke Säulen, u. Stesichor. ἐπὶ τοῦ εὐτόνου, ἄκοντας ῥαδινούς; die VLL. erkl. λεπτός, ἰσχνός; Aesch. ῥαδινὸν λειβομένα ῥέος, Prom. 399, von Thränen; übh. schlank, aufgeschossen, dünn, zart, vom menschlichen Körper u. einzelnen Theilen desselben, wie von Pflanzen; παῖς, Theocr. 10, 24; κυπάρισσοι, 11, 45; ῥίζα, Nic. Ther. 545; so Xen. τροφὴ σώματα ῥαδινὰ ποιοῦσα, Lac. 2, 6, im Ggstz von διαπλατύνουσα; u. Plut. ῥαδινὸν τῷ μήκει τοῦ σώματος, Symp. 8, 4, 1. Bes. von der Aphrodite u. von Mädchen, Agath. 14. 15. 20 (V, 218. 220. 282), u. öfter in der Anth., wo auch Dionysos so heißt, Hymn. (IX, 524, 14); auch mit tadelndem Nebenbegriffe des Weichlichen, Schwächlichen. – [Die Ableitung von ῥᾴδιος hat wegen der Kürze des α große Bedenklichkeiten, weshalb man an κραδαίνω u. ä., auch βράζω, βράσσω gedacht hat, so daß schwanken, bewegen die Grundbedeutung wäre.]

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰδινός: -ή, -όν, Αἰολ. βραδινός, ή όν· - ποιητ. ἐπίθ., λεπτὸς καὶ ἐπιμήκης, ἰμάσθλη Ἰλ. Ψ. 583· ῥαδινοὺς ἄκοντας Στησίχ. 50· κίονες Ἴβυκος 52· ἐπὶ φυτῶν, ὄρπαξ Σαπφὼ 105· φοίνιξ Θέογν. 6· κυπάρισσοι Θεόκρ. 11. 45., 27. 45. 2) ἐπὶ τοῦ σχήματος νεανικῶν μελῶν καὶ νεανικοῦ σώματος, λεπτοφυής, «λεπτοκαμωμένος», λεπτός, ἁπαλός, πόδες Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 183, Ἡσ. Θεογ. 195· χεῖρες Θέογν. 1002· μηροί Ἀνακρ. 65· πῶλοι ὁ αὐτ. 104, ἔνθα ἴδε Bgk.· βραδινὰν Ἀφροδίταν Σαπφὼ 91, πρβλ. Θεόκρ. 10. 24· σώματα Ξεν. Λακ. 2, 6· ῥαδινὸς τῷ μήκει τοῦ σώματος Πλούτ. 2. 723D· συχν. ἐν τῇ Ἀνθ. 3) καθόλου, λεπτός, ἁπαλός, ἢ εὐκίνητος, ὄσσε Αἰσχύλ. Πρ. 400· καὶ οἱ γραμματ. μεταξὺ τῶν λοιπῶν ἑρμηνειῶν ἔχουσι καὶ τὴν ἑρμηνείαν εὐκίνητος. (Ἐκ τῆς √ΡΑΔ ἢ ΒΡΑΔ· πρβλ. ῥοδάνη, ῥαδάνη, ῥοδανός καὶ ῥαδαλός, ὀρόδαμνος, ῥάδαμνος, ῥάδιξ, ῥίζα, ἴσως δὲ καὶ ῥόδον (Αἰολ. βρόδονὥστε ἡ πρώτη ἔννοια θὰ ἦτο εὔκαμπτος, εὐλύγιστος, «λυγερός». - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥαδινόν· λεπτόν, ἰσχνόν, εὐκίνητον, ἁπαλόν, εὐδιάσειστον», πρβλ. «ῥαδές· τὸ ἀμφοτέρωσε ἐγκεκλιμένον» παρὰ τῷ αὐτῷ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. souple, flexible;
II. 1 agile, rapide;
2 svelte, élancé;
3 tendre, délicat.
Étymologie: R. Ϝραδ ou Ῥαδ, être souple, flexible.

English (Autenrieth)

(ϝρ.): slender, pliant, Il. 23.583†.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥαδινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ραϊδινός, -ή, -ό, Ν, και ῥοδανός και ῥαδαλός και ραδανός, -ή, -όν και αιολ. τ. βραδινός, -ίνα, -ον, Α
(για μέλη του σώματος και για πρόσ.)
1. λεπτοκαμωμένος, βεργολυγερός (α. «ραϊδινή παρθένα τους προσμένει», Γρυπ.
β. «στεφανώματα δ' εἴσω εὐειδὴς ῥαδιναῑς χερσὶ Λάκαινα κόρη», Θεόγν.)
2. ευλύγιστος
αρχ.
1. λεπτός και επιμήκης («ἱμάσθλην χερσὶν ἔχων ῥαδινήν», Ομ. Ιλ.)
2. (για κίονα) ευμεγέθης
3. απαλός, τρυφερός
4. μτφ. ευκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. ῥαδ-ινός / βράδ-ινος (πρβλ. πυκ-ινός) εμφανίζει τους παράλληλους τ. ῥαδ-ανός (πρβλ. πιθ-ανός) και ῥαδ-αλός (πρβλ. τροφ-αλός) και επίσης με φωνηεντισμό -ο- τον τ. ῥοδανός (πρβλ. ῥοδάνη, ῥοδανίζω). Με τους προηγούμενους τ. συνδέονται πιθ. και οι τ: «ῥαδές τὸ ἀμφοτέρως ἐγκεκλιμένον (αμφίβολης μορφής και σημ.) και το ομηρικό περι-ρρηδής «αυτός που γλιστράει, που πέφτει» το οποίο θα προϋπέθετε αμάρτυρο ουδ. ῥῆδος. Από τα προηγούμενα γίνεται φανερό ότι οι τ. παρουσιάζουν δυσερμήνευτη εναλλαγή φωνηεντισμού α/ο/η. Αμφίβολη, τέλος, θεωρείται η σύνδεση τών τ. τόσο με την ΙΕ ρίζα wer- «στρίβω, λυγίζω» όσο και με τη λ. ῥάδαμνος «βλαστός»].

Greek Monotonic

ῥᾰδῐνός: -ή, -όν, Αιολ. βρᾰδῐνός, -ή, -όν,
1. λεπτός, λυγερός, λεπτός στην άκρη, μυτερός, σε Ομήρ. Ιλ., Θέογν. κ.λπ.
2. λέγεται για τα μέλη νεανικού σώματος, λυγερός, λεπτοφυής, λεπτοκαμωμένος, ντελικάτος, απαλός, φερός, σε Ησίοδ., Θέογν.
3. γενικά, λεπτός, απαλός ή ευκίνητος, ὄσσε, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾰδῐνός: эол. βρᾰδῐνός 3
1) тонкий, гибкий (ἱμάσθλη Hom.; ὄρπαξ Sappho);
2) стройный, изящный (πόδες Hes.; κυπάρισσος Theocr.; σώματα Xen.);
3) нежный, томный, грустный (ὄσσε Aesch. - v. l. ῥέος).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: taper, bendable, slender (ep. Ψ 583; Treu Von Homer zur Lyrik 171 etc.).
Other forms: βράδινος (Sapph.). Beside it ῥοδανός adjunct of δονακεύς (Σ 576; vv.ll. ῥαδινός, ῥαδαλός); to which ῥοδάν-η f. weft thread (Batr. a.o.) with -ίζω (sch. a.o.), -ιστήριον (gloss.); also ῥαδανός, , -ίζω (II.), -ᾶται πλανᾶται H., βραδανίζει ῥιπίζει, τινάσσει H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formations like πυκ-ινός, πιθ-ανός a.o. (Chantraine Form. 197f., 201) from unknown basis (*ῥαδεῖν, *ῥάδος, *ῥόδος?). Since Düntzer KZ 13, 6 f. connected with the semant. sightly unclear περι-ρρηδής (s.v.); to this (Lobeck Paralip. 156) also ῥαδές τὸ ἀμφοτέρως ἐγκεκλιμένον H. It may also be connected with ῥάδαμνος (s.v.), with Düntzer (so to be separated from ῥάδιξ?). Further perh. also the Arc. PN Ϝράδων. Unclear ῥαδανῶροι οἱ τῶν λαχάνων κηπουροί H. (rejected by Bechtel Dial. 2,420; to be rejected v. Blumenthal Hesychst. 11). Improbable on ῥαδινός : ῥαδανός Güntert Reimwortbildungen 129. -- From other languages have been adduced: Skt. ávradanta 3. pl. ipf. approx. loosened, made themselves loose (stagger?) ἅπ. λεγ. (RV2,24,3); Germ., Goth. wraton πορεύεσθαι, διοδεύειν', OWNo. rata id.; also Lith. randù, ràsti find (s. Fraenkel s.v.); all hypothetic. Details in Bechtel Lex. s. περιρρηδής; older discussion by Curtius 352. -- (Hardly further to u̯er- turn, bow WP. 1, 273f., Pok. 1153.) -- The variation *u̯rad-\/u̯rod- shows that it is a Pre-Greek word.

Middle Liddell

!ῥᾰδῐνός, ή, όν
1. slender, taper, Il., Theogn., etc.
2. of the limbs or body, taper, slim, Hes., Theogn.
3. generally, tender or mobile, ὄσσε Aesch.