ἄγροικος
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
English (LSJ)
ον, (ἀγρός, οἰκέω)
A dwelling in the fields, ζὧα, opp. ὄρεια, Arist.HA488b2; esp. of men, countryman, rustic, Ar.Nu.47; in Attica, οἱ ἄ., = γεωμόροι (q. v.), Arist.Ath.13.2, D.H.2.8: mostly with the collat. sense of boorish, rude, Ar.Nu.628,646, etc., cf. Thphr. Char.4; μέλος -ότερον Ar.Ach.674; ἄ. σοφία Pl.Phdr.229e, cf. Isoc.5.82 (Comp.), Arist.EN1128a9; of fortune, Apollod.Car.5.14; ἄ. Δημοσθένης, of Dinarchus, D.H.Din.8. Adv. -κως Ar.V.1320: Comp. -οτέρως Pl.R.361e, X.Mem.3.13.1; -ότερον Pl.Phdr.260d. II rustic, βίος Ar.Nu.43. 2 of fruits, common, opp. γενναῖος, ὀπώρα Pl.Lg.844d. (ἀγροῖκος dwelling in the country, ἄγροικος boorish, acc. to Ammon.Diff.5, but this is very doubtful.)—Not found in early Ep. or Trag.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγροικος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς ἀγρούς ἢ ἐν τοῖς ἀγροῖς διατρίβων, ἄγρ. βίος, Ἀριστοφ. Νεφ. 43, κτλ. 2) ἰδίᾳ ἐπὶ ἀνθρώπων οἰκούντων ἐν τοῖς ἀγροῖς, χωρικός, αὐτ. 47: - ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ μετὰ τῆς παραλλήλου σημασίας, σκαιός, ἀπειρόκαλος, ἄξεστος, τραχύς, αὐτ. 628, 646, κτλ.· μέλος ἀγροικότερον, ὁ αὐτ. Ἀχ. 674· ἄγρ. σοφία, Λατ. crassa Minerva, Πλάτ. Φαῖδρ. 229 Ε. πρβλ. Ἰσοκρ. 98 D, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 3: - περὶ τῆς τύχης, Ἀπολλοδ. Καρύστ. ἐν «Γραμματειδιοποιῷ» 5. 14: - ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀγροίκου περιγράφεται ἐν τοῖς Θεοφρ. Χαρ. 4· ὁ Δείναρχος ἀποκαλεῖται ὁ ἄγρ. Δημοσθένης, ὑπὸ Διον. Ἁλ. περὶ Δειν. 8. ΙΙ. Ἐπίρρ. -κως, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 1320: - συγκρ. -οτέρως, Πλάτ. Πολ. 361 Ε, Ξεν. Ἀπομ. 3. 13, 1· ἀλλὰ -ότερον, Πλάτ. Φαῖδρ. 220D. 2) ἐπὶ καρπῶν ἢ ὀπωρῶν, ἐν τοῖς ἀγροῖς γινομένων, ἐν ἀντιθέσει συνήθως πρὸς τὰς γενναίας λεγομένας ὀπώρας, Πλάτ. Νόμ. 844D, 845Β. 3) ἐπὶ γῆς, τραχεῖα, ἀγεώργητος ὡς τὸ ἄγριος· ὄρος ἄγρ., Θουκ. 3. 106. -(Δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς ἐγκρίτοις τῶν Ἐπ., οὔτε παρὰ τοῖς Τραγ.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui vit à la campagne, rustique, rural ; rustre, grossier;
2 des champs, agreste, non cultivé, inculte.
Étymologie: ἀγρός, οἰκέω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): acent. ἀγροῖκος Ammon.Diff.6, Fr.Lex.II, lat. Agroecus Accius en Gell.3.3
I 1que vive en el campo, salvaje ζῷα Arist.HA 488b2
•de pers. agreste Ησαυ ἄνθρωπος εἰδὼς κυνηγεῖν ἄγροικος LXX Ge.25.27.
2 de frutos silvestre, de baja calidad, sin injertar ὀπώρα Pl.Lg.844d.
II 1de pers. campesino Ar.Nu.47, Arist.Ath.13.2, D.H.2.8, ἐλάττωναις (l. -ονες) ἄγροικοι pequeños propietarios agrícolas, PCair.Isidor.73.3 (IV d.C.), PAbinn.14.5 (IV d.C.), φεύγουσι τὰς χώρας ... ἵνα μὴ ἔρ[γον] ἄγροικον ποιῶσι PGiss.Lit.6.3.24 (III d.C.), ἄ. βίος vida rústica Ar.Nu.43
•subst. ὁ ἄ. campesino, PCair.Isidor.1.8 (III d.C.), 77.4 (IV d.C.), Fr.Lex.II, tít. de una comedia de Filemón, Ath.81d, tít. de una comedia de Anaxilas AB 93.18, tít. de una comedia de Antífanes, Ath.396b, lat. Agroecus tít. de una comedia perdida de Plauto, Accius en Gell.3.3
•plu. Ἄγροικοι, οἱ los campesinos tít. de una comedia de Anaxándrides, Ath.463f, ναυαγοὺς ... ἀγροίκων ξιφέεσσι Σεριφιὰς ὤλεσε νῆσος GVI 633.5 (Renea II a.C.).
2 grosero, tosco, rudo δεσπότης Ar.Eq.41, ἄ. καὶ ἀπαίδευτος Pl.Tht.174d, cf. Ar.Nu.646, ἐγὼ δ' ἄγροικος, ἐργάτης Men.Fr.14, cf. Thphr.Char.4.1, ἄ. Δημοσθένης de Dinarco un Demóstenes rústico D.H.Din.8.7
•de filósofos superficial, no profundo, no sutil Arist.Metaph.986b27, ψυχή Pl.R.411a, σοφία Pl.Phdr.229e, σωφροσύνη Alciphr.2.21.3
•compar. neutr. adv. -ότερον λοιδορεῖν Pl.Phdr.260d.
III adv. -ως
1 al modo rústico Theoc.20.4.
2 grosera, rudamente Ar.V.1320, τὴν ψυχὴν ἀγροικοτέρως διακείμενος X.Mem.3.13.1, λέγειν Pl.Euthd.284e, cf. Phld.Elect.11.13.
Greek Monotonic
ἄγροικος: -ον,
I. 1. αυτός που ανήκει ή διαμένει στους αγρούς, σε Αριστοφ. κ.λπ.
2. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ζει στην εξοχή, χωρικός, αγρότης, στον ίδ.· έπειτα αντίθ. προς το ἀστεῖος, άξεστος, τραχύς, αγενής, στον ίδ.· ο χαρακτήρας του ἀγροίκου περιγράφεται από το Θεόφρ.
II. 1. επίρρ., ἀγροίκως, σε Αριστοφ.· συγκρ. ἀγροικοτέρως, σε Πλάτ., Ξεν.· αλλά· ἀγροικότερον, σε Πλάτ.
2. λέγεται για τη γη και το έδαφος, ακαλλιέργητος, άγονος, σε Θουκ.
Middle Liddell
I. of or in the country, Ar., etc.
2. of men, dwelling in the country, a countryman, rustic, Ar.; then, opp. to ἀστεῖος, clownish, boorish, rude, Ar.; the character of the ἄγροικος is described by Theophr.
II. adv. -κως, Ar.; comp. -οτέρως, Plat., Xen.; but -ότερον, Plat.
2. of land, rough, uncultivated, Thuc.