πανούργημα

From LSJ
Revision as of 18:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνούργημα Medium diacritics: πανούργημα Low diacritics: πανούργημα Capitals: ΠΑΝΟΥΡΓΗΜΑ
Transliteration A: panoúrgēma Transliteration B: panourgēma Transliteration C: panoyrgima Beta Code: panou/rghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A knavish trick, villainy, S.El.1387 (lyr.), LXX Si.1.6 (v.l.); sophistry, Gal.5.251; cf. πανούργευμα.

German (Pape)

[Seite 461] τό, = πανούργευμα, Soph. El. 1387 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνούργημα: τό, πανοῦργον ἔργον, τέχνασμα, ἀπάτη, Σοφ. Ἡλ. 1387.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
trait de fourberie ou de méchanceté.
Étymologie: πανουργέω.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ πανουργώ
πονηρό έργο, δόλιο τέχνασμα, απάτη («τὸ μέντοι πανούργημα φθάνει καὶ πρὸς ἀσέβειαν», Φίλ.)
αρχ.
σόφισμα, σοφιστεία.

Greek Monotonic

πᾰνούργημα: -ατος, τό, πανούργο τέχνασμα, απάτη, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανούργημα -ατος, τό [πανουργέω] misdaad.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνούργημα: ατος τό коварный поступок, коварство Soph.

Middle Liddell

πᾰνούργημα, ατος, τό,
a knavish trick, villany, Soph.