καρτερόθυμος

From LSJ
Revision as of 15:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτερόθῡμος Medium diacritics: καρτερόθυμος Low diacritics: καρτερόθυμος Capitals: ΚΑΡΤΕΡΟΘΥΜΟΣ
Transliteration A: karteróthymos Transliteration B: karterothymos Transliteration C: karterothymos Beta Code: kartero/qumos

English (LSJ)

ον,

   A stronghearted, of heroes, Od.21.25, Il.13.350; Μυσοί 14.512; [Ζεύς], Ἔρις, Hes.Th.476, 225: generally, strong, mighty, ἄνεμοι ib.378.

German (Pape)

[Seite 1330] starkmuthig, starkes, standhaftes Sinnes; Herakles Od. 21, 25; Diomedes Il. 5, 277; Achilleus 13, 350; die Myser 14, 512; Eris Hes. Th. 225, die hartnäckige; übh. stark, gewaltig, ἄνεμοι ib. 378. 476.

Greek (Liddell-Scott)

καρτερόθῡμος: -ον, ἔχων κρατερὰν καρδίαν, καρτερόψυχος, ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Ἀχιλλέως, Τυδέως, Ὀδ. Φ. 25, Ἰλ. Ν. 350· ἐπὶ τῶν Μυσῶν, Ξ. 512· ἐπὶ τοῦ Διός, Ἡσ. Θ. 476· ἐπὶ τῆς Ἔριδος, αὐτόθι 225· καθόλου, σφοδρός, ἰσχυρός, ἄνεμοι αὐτόθι 378.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l’âme ferme, courageux.
Étymologie: καρτερός, θυμός.

Greek Monolingual

καρτερόθυμος, -ον (Α)
1. γενναιόψυχος («Μυσῶν... καρτεροθύμων», Ομ. Ιλ.)
2. ισχυρός, σφοδρός («ἀνέμους... καρτεροθύμους», Ησίοδ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + -θυμος (< θυμός «ψυχή, πνεύμα»), πρβλ. αγλαό-θυμος, οξύ-θυμος].

Greek Monotonic

καρτερόθῡμος: -ον, γενναιόψυχος, σε Όμηρ., Ησίοδ.· γενικά, δυνατός, ισχυρός, ἄνεμοι, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

καρτερόθῡμος:
1) непоколебимый духом, непреклонный, неустрашимый (Διομήδης, Μυσοί Hom.);
2) упорный, упрямый, беспощадный (Ἔρις Hes.);
3) сильный, мощный (ἄνεμοι Hes.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρτερόθυμος -ον [καρτερός, θυμός] dapper, volhardend; uitbr. krachtig:. ἄνεμοι κ. krachige winden Hes. Th. 378.

Middle Liddell

καρτερό-θῡμος, ον
stout-hearted, Hom., Hes.: generally, strong, mighty, ἄνεμοι Hes.