κινύρομαι

From LSJ
Revision as of 16:11, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐνύρομαι Medium diacritics: κινύρομαι Low diacritics: κινύρομαι Capitals: ΚΙΝΥΡΟΜΑΙ
Transliteration A: kinýromai Transliteration B: kinyromai Transliteration C: kinyromai Beta Code: kinu/romai

English (LSJ)

[ῡ], only pres. and impf. (unless the aor. κινύρατο be read in Mosch.3.43):—

   A utter a plaintive sound, lament, Ar.Eq.11, A.R. 1.292; οἰκτρὰ κινυρομένη Opp.C.3.217; πολλὰ κ. Q.S.6.81, al.    2 c.acc. pers., bewail, τινα Call.Ap.20.    3 once in Trag., c. acc. cogn., κινύρονται φόνον χαλινοί (L. Dind. μινύρονται ex Hsch.) the bridles ring murderously, A.Th.123 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1441] nur praes. u. impf., klagen, jammern; VLL. erkl. θρηνεῖν, κλαίειν; übh. einen traurigen Ton von sich geben od. einen Unheil verkündenden, wie Aesch. sagt κινύρονται φόνον χαλινοί, sie klirren Mord, Spt. 116; τί κινυρόμεθ' ἄλλως, Ar. Equ. 13; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 292; οἰκτρὰ κινυρομένη Agath. 7 (V, 289), wie Opp. Cyn. 3, 216; auch c. acc. der Person, οὐδὲ Θέτις Ἀχιλῆα κινύρεται αἴλινα μήτηρ Callim. Apoll. 20. betrauern.

Greek (Liddell-Scott)

κῐνύρομαι: ῡ, ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (ἐκτός ἂν ὁ ἀόρ. κινύρατο μείνῃ ὡς ἀόρ. παρὰ τῷ Μοσχ. 3. 43)· ― ἐκπέμπω θρηνώδη φωνήν, θρηνῶ, ὀδύρομαι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 11, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 292· οἰκτρὰ κινυρομένη Ὀππ. Κυν. 3. 217· πολλὰ κ. Κόϊντ. Σμ., κτλ. 2) μετ’ αἰτ. προσ., θρηνῶ, ὀδύρομαι, κλαίω, τινα Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 20. 3) μετὰ συστοίχ. αἰτ., χαλινοὶ κινύρονται φόνον (Λ. Δινδ. μινύρονται ἐκ τοῦ Ἡσυχ.), οἱ χαλινοὶ κροτοῦσι δηλοῦντες φόνον, Αἰσχύλ. Θήβ. 123 (πρβλ. βλέπειν φόνον, Ἄρη, κλπ.)· οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρὰ Τραγ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. et ao.
1 intr. se lamenter, gémir;
2 fig. faire retentir : χαλινοὶ κινύρονται φόνον ESCHL les mors résonnent d’un bruit de meurtre.
Étymologie: κινυρός.

Greek Monolingual

κινύρομαι (Α)
1. θρηνώ, οδύρομαι
2. θρηνώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κινυρός.

Greek Monotonic

κῐνύρομαι: [ῡ], αποθ., μόνο στον ενεστ. και παρατ.· βγάζω θρηνώδη φωνή, οδύρομαι, σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., χαλινοὶ κινύρονται φόνον, τα χαλινάρια κουδουνίζουν ή συγκρούονται σημαίνοντας φόνο, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κῐνύρομαι: (ῡ) (только praes. и impf.) издавать стоны, стонать, сетовать Arph., Anth.: κινύρονται φόνον χαλινοί Aesch. (сами) удила (боевых коней) возвещают смерть (точнее звенят о смерти).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κινύρομαι [κινυρός] jammeren, klagen, overdr.: κινύρονται φόνον χαλινοί de teugels lieten een klaaglijk doodsgeluid horen Aeschl. Sept. 123.

Middle Liddell

κῐνύ¯ρομαι, only in pres. and imperf.,]
Dep. to utter a plaintive sound, lament, wail, Ar.:—c. acc. cogn., χαλινοὶ κινύρονται φόνον the bridles ring or clash murderously, Aesch. [from κῐνῠρός]