κόνυζα
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
English (LSJ)
ης, ἡ, name of various species of
A Inula, fleabane, Hecat. 154 J., Arist.HA534b28, Thphr.HP6.2.6, Gal.12.35, etc.; poet. κνύζα Theoc.4.25, 7.68; κ. ἄρρην, = κ. μείζων, Dsc.3.121, Inula viscosa; κ. θήλεια Thphr. l. c.; = κ. μικρά, Dsc. l. c., I. graveolens, cf. Nic.Th. 875; a third species, = I. britannica, Thphr. l. c., Dsc. l. c.
German (Pape)
[Seite 1482] ἡ, eine starkriechende Pflanze, Dürrwur; Arist. H. A. 4, 8; κακόφλοιος Nic. Al. 331; χαμαίζηλος Ther. 70, öfter; Diosc.; bei Theocr. 4, 25. 7, 68 zusammengezogen in κνῦζα.
Greek (Liddell-Scott)
κόνυζα: -ης, -ἡ, εἶδος φυτοῦ βαρεῖαν ὀσμὴν ἔχοντος, κοινῶς «ἀκονυζία», «ἀγριοθρύμπη» ἢ «ψυλλοβότανον», pulicaria, Ἑκαταῖ. 133, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 28, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 6. 2, 6, κτλ.· ποιητ. κνύζα, Θεοκρ. 4. 25., 7. 68· ― ὑπῆρχον δύο εἴδη αὐτῆς, ἄρρην καὶ θήλεια, Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 conyze ou herbe aux puces, encensière (erigeron viscosum);
2 autre plante (inula Britannica ou inule des fleuves).
Étymologie: DELG pê emprunt.
Spanish
Greek Monolingual
η (ΑM κόνυζα και κνύζα)
ονομασία, κοινή σήμερα, του φυτού Ιnula graveolens του γένους ίνουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν αρχικός είναι ο τ. κνύζα, θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. νορβ. hnukr «δυνατή οσμή» και να αναχθεί στην ίδια ΙΕ ρίζα με τα κνύω, κνῶ, κνίζω κ.λπ. Στην περίπτωση αυτή, ο τ. κόνυζα είναι μεταγενέστερο προϊόν μεταπλασμού, κατά τα όρυζα, μάνυζα, επίσης ονομασίες φυτών.
ΠΑΡ. αρχ. κονυζήεις, κονυζίτης.
Greek Monotonic
κόνυζα: -ης, ἡ, είδος φυτού με βαριά μυρωδιά, πουλικάρια, ψυλλόχορτο, αγγειόσπερμο φυτό, ποιητ. κνύζα, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
κόνυζα: ἡ бот. мелколепестник (Erigeron) Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόνυζα -ης, ἡ vlooienkruid.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: name of a strong smelling plant, `fleabane, Inula (viscosa, graveolens, britannica); (Hekat., Arist., Thphr., Dsc.),
Other forms: also σκόνυζα (Pherecr.) and κνύζα (Theoc.) > NGr. (Calabr.) kliza (Rohlfs ByzZ 37, 53, Wb. s. v.).
Derivatives: κονυζήεις κ.-like (Nic.), κονυζίτης (οἶνος) seasoned with κ. (Dsc., Gp.; Redard Les noms grecs en -της 97).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like μώλυζα, μάνυζα, ὄρυζα, κόρυζα a. o. Formed from κονίς (s. v.), with dialectal κνύζα as reshaping after κνύω? On the other hand κνύζα (< *κνύγ-ι̯α?) has een compared withOWNo. hnykr (PGm. *hnuki-, IE. *knugi-) stench (to which κνόος, κνύω) Torp in Fick 3, 100. If so, κόνυζα could be reshaping after κονίς (acc. to Schwyzer 278 -ο- epenthesis.) - The variation rather points to a Pre-Greek word (note also the σ-); Fur. 183, 381.
Middle Liddell
κόνυζα, ης, ἡ,
a strong-smelling plant, fleabane, pulicaria, poet. κνύζα, Theocr.