θύλακος

From LSJ
Revision as of 14:55, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύλᾰκος Medium diacritics: θύλακος Low diacritics: θύλακος Capitals: ΘΥΛΑΚΟΣ
Transliteration A: thýlakos Transliteration B: thylakos Transliteration C: thylakos Beta Code: qu/lakos

English (LSJ)

[ῡ], ὁ,

   A sack, esp. to carry meal in, Hdt.3.46; ἄλφιτ' οὐκ ἔνεστιν ἐν τῷ θυλάκῳ Ar.Pl.763; θ. δορκαδέων ἀστραγάλων PCair.Zen. 69.18 (iii B.C.); δερῶ σε θύλακον I'll make a bag of your skin, Ar.Eq. 370; contemptuous word for a garment, ὁ Τηλαύγους θ. prob. in Aeschin.Socr.42: metaph., of a person, θ. τις λόγων 'wind-bag', Pl.Tht.161a; τῇ χειρὶ δεῖν σπείρειν, ἀλλὰ μὴ ὅλῳ τῷ θ. Corinn. ap. Plu. 2.348a.    2 sack in which the eggs of the tunny are enveloped, Arist. HA571a14, cf. 552b19.    II in pl., slang term for the loose trousers of Persians and other Orientals, E.Cyc.182, Ar.V.1087.    III ball used for physical exercise, Antyll. ap. Orib.6.32.12.

German (Pape)

[Seite 1222] ὁ, Sack, Beutel, bes. Brotsack; ἀλφίτων Her. 3, 46; Ar. Plut. 763; Ath. XI, 499 c; übertr., λόγων Plat. Theaet. 161 a. Von der Aehnlichkeit, die weiten Hosen der Barbaren, Ar. Vesp. 1087, Schol. εἴδη βρακίων παρὰ Πέρσαις; vgl. Eur. Cycl. 181. [Bei Greg. Naz. (VIII,166) mit kurzem υ.]

Greek (Liddell-Scott)

θύλᾰκος: ῡ, ὁ, σάκκος, «σακκοῦλι», ἰδίως πήρα ἢ ἀσκὸς διὰ τροφάς, Ἡρόδ. 3. 46· ἄλφιτ’ οὐκ ἔνεστιν ἐν τῷ θυλάκῳ Ἀριστοφ. Πλ. 763· δερῶ σε θύλακον, θὰ σὲ κάμω θύλακον ἐκ τοῦ δέρματός σου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 370: - μεταφ. ἐπὶ προσώπου, θύλ. τις λόγων, σάκκος πλήρης λόγων, Πλάτ. Θεαιτ. 161Α. 2) ὁ θύλακος ἐν ᾧ τὰ ᾠὰ τοῦ θύννου εἰσὶν ἐγκεκλεισμένα, Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 17, 12, πρβλ. 5. 19, 26. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., αἱ εὐρεῖαι ἀναξυρίδες τῶν Περσῶν καὶ λοιπῶν Ἀσιανῶν, Εὐρ. Κύκλ. 182, Ἀριστοφ. Σφηξ 1087. ΙΙΙ. σφαῖρα, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 124. (Πρβλ. τὸ Λατ. follis.) ῠ μόνον ἐν μεταγεν. Ἐπιγράμμ., Ἀνθ. Π. 8. 166.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 sac formé par la peau d’une bête vidée;
2 p. ext. sac à farine;
3 p. anal. longue robe des Perses.
Étymologie: cf. lat. follis ; sur θυλ = lat. fol-, cf. θύρα = lat. fores, θυμός = lat. fumus, etc.

Greek Monolingual

ὁ (ΑΜ θύλακος)
μικρός σάκος, σακίδιο, μάρσιπος, ταγάρι
νεοελλ.
1. βοτ. καρπός με ξηρό διαρρηκτό περικάρπιο που περιέχει συνήθως πολλά σπέρματα
2. ανατ. θήκη, περίβλημα ή κοιλότητα σε σχήμα σάκου («θύλακος τριχών» — ο θύλακος που περιβάλλει τη ρίζα τών τριχών)
3. βιολ. φρ. «θύλακος του Φαμπριτσιόνε» — θυλακοειδής σάκος του τοιχώματος του τελικού εντέρου στα νεαρά πτηνά
μσν.-αρχ.
το κοίλο της σφαίρας
αρχ.
1. ο σάκος όπου είναι κλεισμένα τα αβγά του τόνου
2. στον πληθ. οἱ θύλακοι
οι ευρείες αναξυρίδες (παντελόνια) τών Περσών και τών λοιπών Ασιατών, είδος βράκας
3. μτφ. για πρόσ. «θύλακος τις λόγων» — ένα σακούλι με λόγια, Πλάτ.
4. φρ. «δερῶ σε θύλακον» — θα σού αργάσω το τομάρι, θα κάνω σακί από το δέρμα σου, Αριστοφ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έγιναν προσπάθειες συνδέσεως του με το θύω (I), οι οποίες όμως δεν θεωρούνται πειστικές. Μάλλον πρόκειται για δάνεια λ. Με την άποψη αυτή συνηγορεί και η κατάλ. -ακος που απαντά σε λ. μη ελληνικής προελεύσεως.
ΠΑΡ. θυλάκιο
αρχ.
θυλακίζω, θυλακίς, θυλακίσκιον, θυλακίσκος, θυλακίτης, θυλακόεις, θυλακούμαι, θυλακώδης, θυλλίς
μσν.
θυλάκη
νεοελλ.
θύλακος, θυλακίτιδα, θυλακώνω.
ΣΥΝΘ. θυλακοειδής
αρχ.
θυλακοτρώξ, θυλακοφόρος
νεοελλ.
θυλακολεονίδες, θυλακολέων, θυλακόσμιλος].

Greek Monotonic

θύλᾰκος: [ῡ], ὁ,
I. τσάντα, ταγάρι, πορτοφόλι, πουγκί, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· δερῶ σε θύλακον, θα φτιάξω πουγκί από το δέρμα σου, στον ίδ.
II. στον πληθ., τα ενδύματα των Περσών, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θύλᾰκος: (ῡ) ὁ
1) мех, мешок (преимущ. из цельной шкуры): ἄλφιτα οὐκ ἔνεστιν ἐν τῷ θυλάκῳ Arph. в мешке нет муки, т. е. мешок пуст; δερῶ σε θύλακον! Arph. я шкуру с тебя спущу!; θ. τις λόγων шутл. Plat. словесный мешок, т. е. неистощимый болтун; τῇ χειρί, ἀλλὰ μὴ ὅλῳ τῷ θυλάκῳ погов. Corinna ap. Plut. горстями, а не целым мешком, т. е. не сразу, а понемногу;
2) pl. мешкообразные брюки (восточных народов), шальвары (οἱ θύλακοι οἱ ποικίλοι Eur.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: sack, bag, mostly of leather (IA);
Other forms: θυλλίς θύλακος H, θυλίδες οἱ θύλακοι H.; also θῦλαξ (Com.; backformation from θυλάκιον?, Kalén Quaest. gramm. graecae 106)
Compounds: As 2. member in παρσουλακίρ (= παραθυλακίς) τὸν τρίβωνα, ὅταν γένηται ὡς θύλακος H. (Lac.).
Derivatives: Diminut.: θυλάκιον (IA), θυλακίς f. (Ael.), θυλακίσκος m. (Com., Dsc.). Other: θυλακή scrotum (Hippiatr.), θυλακώδης (Thphr.), θυλακόεις (Nic.) sack-like; θυλακῖτις in plant names (Dsc.): θ. μήκων (after the capsules of the seeds), θ. νάρδος (after the acorn-like root-stock; Strömberg Pflanzennamen 36); θυλακίζειν τὸ ἀπαιτεῖν τι ἑπόμενον μετὰ θυλάκου. Ταραντῖνοι H. - Short form, poss. with hypocoristic gemination: θυλ(λ)ίς H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained; prob. foreign, like σάκκος. - Removing a κ-suffix gives *θυλ(ο)- which has been compared with Lith. dundùlis puffed, big-bellied, if from *dul-dùlis (Persson Beitr. 2, 798 n. 1; other suggestion by Fraenkel Lit. et Wb. s. demblỹs), in the end connected with 1. θύω; cf. Slav., e. g. Russ. dutь blow with dúlo mouth (of a gun, a canon), Ukr. dúɫo bellows. - The forms θαλλίς μάρσιππος μακρός, θάλλικα σάκκου εἶδος H.. with different vowel, are unexplained. - The suffix -ακ- shows Pre-Greek origin (Beekes, Pre-Greek, Suffixes).

Middle Liddell

θύ¯λᾰκος, ὁ,
I. a bag, pouch, wallet, Hdt., Ar.; δερῶ σε θύλακον I'll make a bag of your skin, Ar.
II. in pl. the trousers of the Persians, Eur., Ar.

Frisk Etymology German

θύλακος: {thúlakos}
Forms: auch θῦλαξ (Kom. u. a.; Rückbildung aus θυλάκιον?, Kalén Quaest. gramm. graecae 106), θυλακή Hodensack (Hippiatr.).
Grammar: m.
Meaning: Sack, Beutel, meistens aus Leder (ion. att.);
Composita : Als Hinterglied in παρσουλακίρ (= παραθυλακίς)· τὸν τρίβωνα, ὅταν γένηται ὡς θύλακος H. (lak.).
Derivative: Deminutiva: θυλάκιον (ion. att.), θυλακίς f. (Ael.), θυλακίσκος m. (Kom., Dsk.). Andere Ableitungen: θυλακώδης (Thphr. u. a.), θυλακόεις (Nik.) sackähnlich; θυλακῖτις in Pflanzennamen (Dsk.): θ. μήκων (nach den Samenkapseln), θ. νάρδος (nach dem eichelförmigen Wurzelstock; Strömberg Pflanzennamen 36); θυλακίζειν· τὸ ἀπαιτεῖν τι ἑπόμενον μετὰ θυλάκου. Ταραντῖνοι H. — Kurzform, evtl. mit hypokoristischer Gemination: θυλ(λ)ίς H.
Etymology : Nicht sicher gedeutet; vielleicht Fremdwort wie σάκκος. — Das durch Abtrennung eines mutmaßlichen κ-Suffixes sich ergebende *θυλ(ο)- läßt einen Vergleich zu mit lit. dundùlis aufgedunsen, dickbäuchig, wenn aus *dul-dùlis dissimiliert (Persson Beitr. 2, 798 A. 1; andere Möglichkeit bei Fraenkel Lit. et Wb. s. demblỹs), mit endlicher Anknüpfung an die Wortsippe von 1. θύω; vgl. slav., z. B. russ. dutь blasen mit dúlo ‘Mündung (eines Gewehrs, eines Geschützes)’, ukr. dúɫo Blasebalg. Andere ganz unsichere Vermutungen bei Kalén a. a. O. — Die im Vokal abweichenden θαλλίς· μάρσιππος μακρός, θάλλικα· σάκκου εἶδος H. sind nicht erklärt; abzulehnen Persson a. a. O. — Eine "pelasgische" Etymologie bei v. Windekens Le Pélasgique 91f.
Page 1,691