πλατεῖα
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ἡ,
A v. πλατύς 11.
German (Pape)
[Seite 626] ἡ, s. unter πλατύς.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτεῖα: ἡ, ἴδε πλατύς.
French (Bailly abrégé)
fém. de πλατύς.
English (Strong)
feminine of πλατύς; a wide "plat" or "place", i.e. open square: street.
English (Thayer)
πλατείας, ἡ (feminine of the adjective πλατύς, namely, ὁδός (cf. Winer s Grammar, 590 (549))), a broad way, a street: Euripides, Plutarch, others; in the Sept. chiefly for רְחֹב.)
Greek Monolingual
και πλατέα, η, Ν
1. (πολεοδ.) ακάλυπτος, κοινόχρηστος χώρος μέσα στο πολεοδομικό σχέδιο ενός οικισμού, πόλης ή χωριού, ο οποίος είναι ιδιοκτησία του δήμου ή της κοινότητας στην οποία ανήκει και περιβάλλεται από δημόσιες οδούς
2. θεατρ. χώρος θεατών μπροστά από τη σκηνή θεάτρου ή την οθόνη κινηματογράφου με δάπεδο που έχει κλίση προς τη σκηνή ώστε η τελευταία να είναι ορατή από όλους τους θεατές της πλατείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. πλατεία (οδός) του επιθ. πλατύς.
Greek Monotonic
πλᾰτεῖα: ἡ, βλ. πλατύς.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτεῖα:
I f к πλατύς.
II ἡ
1) (sc. χείρ) ладонь Arph.;
2) (sc. ὁδός) улица Xen. etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλατεῖα f. van πλατύς.
Middle Liddell
πλᾰτεῖα, ἡ, [v. πλατύς.]
Chinese
原文音譯:plate‹a 普拉帖阿詞類次數:形容詞(9)
原文字根:寬廣
字義溯源:寬廣地方,街,大街,街道,路口;源自(πλατύς)=平闊,寬廣);而 (πλατύς)出自(πλάσσω)*=模造)
出現次數:總共(9);太(2);路(3);徒(1);啓(3)
譯字彙編:
1) 街(5) 太6:5; 太12:19; 路13:26; 路14:21; 徒5:15;
2) 街道(2) 啓21:21; 啓22:2;
3) 街上(2) 路10:10; 啓11:8