νωθρός

From LSJ
Revision as of 14:10, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc2)

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωθρός Medium diacritics: νωθρός Low diacritics: νωθρός Capitals: ΝΩΘΡΟΣ
Transliteration A: nōthrós Transliteration B: nōthros Transliteration C: nothros Beta Code: nwqro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A = νωθής, Hp.VM10, Prorrh.1.102,117, etc. ; ν. σφυγμοί Id.Coac.136, Aret.SA2.9 ; καταφορὴ ν. falling into a heavy sleep, Hp.Epid.3.6, cf. Nic.Th.165 ; ν. κινήσεις Arist.PA696b6 ; ν. σύνεσις Demetr.Lac.Herc.1014.58 ; τῇ κινήσει ν. Arist.HA622b32 ; ν. ὁδίτης Call.Fr.275 ; νωθρότερος τὴν ἀκοήν Hld.5.1. Adv. -θρῶς Archyt. I ; leisurely, gradually, Hp.Aph.2.7 : neut. as Adv., ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα AP5.54 (Diosc.).    2 of the mind, ν. καὶ λήθης γέμοντες Pl. Tht.144b, cf. Amips.16 (Comp.) ; στόματα Anaxipp.1.44 (Comp.) ; ν. καὶ μωροί Arist.Pr.954a31 ; ἡσύχιος καὶ ν. Plb.31.23.11 ; νωθραῖς ἐλπίσιν Babr.16.7. Adv. ἀγεννῶς καὶ νωθρῶς Plb.3.90.6.    II Act., making sluggish, νότοι Hp.Aph.3.5, cf. S.E.M.6.48.

Greek (Liddell-Scott)

νωθρός: -ά, -όν, = νωθής, δυσκίνητος, ὀκνηρός, χαῦνος, χαλαρός, Ἱππ. 75Η, 77D, κτλ.· ν. σφυγμὸς 137D· ν. καταφορά, βαρὺς ἢ βαθὺς ὕπνος, 1085G· νωθρότερος τὴν ἀκοὴν Ἡλιόδ. 5. 1. ― Ἐπίρρ. -θρῶς, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Πολύβ. 3. 90, 6· ἀνέτως, μεθ’ ἡσυχίας, Ἱππ. Ἀφ. 1244· ὡσαύτως οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα, νωθρῶς, ἡδυπαθῶς, Ἀνθ. Π. 5. 55. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, ν. πρὸς τὰς μαθήσεις Πλάτ. Θεαίτ. 144Β, νωθρότερον Ἀμειψίας ἐν «Σαπφοῖ» 1· νωθραῖς ἐλπίσιν Βαβρ. 16. 7. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ποιῶν τινα νωθρόν, χαῦνον, νότοι Ἱππ. Ἀφ. 1247, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. πρ. Μ. 6. 48. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νωθρόν, νωχελές, ἀσθενές».

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
lent, nonchalant, paresseux.
Étymologie: νωθής.

English (Strong)

from a derivative of νόθος; sluggish, i.e. (literally) lazy, or (figuratively) stupid: dull, slothful.

English (Thayer)

νωθρα, νωθρον (equivalent to νωθής, from νή (cf. νήπιος) and ὠθέω (to push; others, ὄθομαι to care about (cf. Vanicek, p. 879)), cf. νώδυνος, νώνυμος, from νή and ὀδύνη, ὄνομα), slow, sluggish, indolent, dull, lanuguid: Winer s Grammar, § 31,6a.; Buttmann, § 133,21), ταῖς ἀκοαῖς, of one who apprehends with difficulty, νωθρός καί παρειμένος ἐν τοῖς ἔργοις, νωθρός καί παρειμένος ἐργάτης, Clement of Rome, 1 Corinthians 34,1 [ET]. (Plato, Aristotle, Polybius, Dionysius Halicarnassus, Anthol., others) (Synonym: see ἀργός, at the end.)

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ νωθρός, -ά, -όν)
1. βραδυκίνητος, οκνηρός, χαύνος
2. ανόητος, βραδύνους («νωθροί πως ἀπαντῶσι περὶ τὰς μαθήσεις», Πλάτ.)
αρχ.
1. (για τις αισθήσεις) αμβλύςἐπεὶ νωθροὶ γεγόνατε ταῑς ἀκοαῑς», ΚΔ)
2. μικρός, ανίσχυρος
3. αυτός που κάνει κάποιον οκνηρό.
επίρρ...
νωθρώς και -ά (ΑΜ νωθρῶς, Α και νωθρά)
1. με δυσκίνητο τρόπο, χαλαρά, με χαυνότητα
2. με ανόητο τρόπο, βλακωδώς
αρχ.
1. βαθμηδόν και ήρεμα
2. ηδυπαθώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νωθής «οκνηρός, βραδύνους» + επίθημα -ρός (πρβλ. νέκυς: νεκρός)].

Greek Monotonic

νωθρός: -ά, -όν, = νωθής, οκνηρός, ράθυμος, βραδυκίνητος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

νωθρός:
1) ленивый, вялый (πρὸς τὰς μαθήσεις Plat.; ψυχή Plut.): νωθρὰ βλέπειν Anth. смотреть ленивым взглядом (томно); ν. ταῖς ἀκοαῖς NT неспособный слушать;
2) обессиливающий, расслабляющий, нагоняющий лень (νότοι Sext.).

Middle Liddell

νωθρός, ή, όν = νωθής
sluggish, slothful, torpid, Plat.

Chinese

原文音譯:nwqrÒj 挪特羅士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:笨的
字義溯源:懈怠的,懶惰的,緩慢的,遲鈍的,暗晦的;源自(νόθος)*=庶出的,私生子)
出現次數:總共(2);來(2)
譯字彙編
1) 懈怠(1) 來6:12;
2) 遲鈍的(1) 來5:11