τορεύω
Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing
English (LSJ)
(τόρος) prop.
A = τορέω, bore through: metaph., ᾠδὴν τ. sing a piercing strain, Ar.Th.986 (lyr., τορνεύειν cj. Bentley). II work metal, whether in repoussé or chasing, c. acc. materiae, τ. σίδηρον Str.13.4.17; ἄργυρον Anacreont. 3,4: abs., Plu.Aem.37. 2 c. acc. objecti, represent in this manner, πόντον Anacreont.55.1; μάχην Paus. 1.28.2; παιδίον Id.5.17.4; ἐρέβινθον Plu.2.204f; Σάτυρον Pl.Epigr.28; ζῷα τετορευμένα Callix. 2 (-νευ- cod. A Ath., corr. Salm.); γράμμα τορευθέν AP7.274 (Honest.). III metaph. of style, D.H.Th.24.—Freq. confounded with τορνεύω, cf. Callix. l.c. and v. supr. 1.
German (Pape)
[Seite 1130] eigtl. = τορέω, 1) durchbohren, durchstoßen, Eur. Cycl. 657; bei Ar. Th. 986, ᾠδὴν τόρευε, durchdringend ertönen lassen, laut und deutlich erklingen lassen, wo Einige haben τορνεύειν ändern wollen. – 2) gew. in Metall, Stein od. Holz Figuren erhaben arbeiten oder eingraben, erhabene, getriebene oder geschnitzte Arbeit verfertigen, schnitzen, graviren. Bei Sp. bes. vom Formen od. Gießen in Metall gebraucht; auch Arbeiten in Stein od. Metall mit dem Meißel überarbeiten, cisiliren; oft mit τορνεύω verwechselt; vgl. Lob. Phryn. 324 u. Mein. Men. p. 294.
Greek (Liddell-Scott)
τορεύω: (τόρος) κυρίως = τορέω, διατρυπῶ, ἀνοίγω ὀπὴν διὰ μέσου τινός· μεταφορ., τόρευε πᾶσαν ᾠδήν, ᾆδε αὐτὴν διαπρυσίως, Ἀριστοφ. Θεσμ. 986, ἔνθα ὁ Bentl. προὔτεινε τὴν διόρθωσιν τορνεύειν. ΙΙ. ἐργάζομαι τὸ μέταλλον σφυρηλατῶν αὐτὸ εἰς στρογγύλας ἐξοχὰς (πρβλ. ἔκτυπον), δηλ. ἐργάζομαι ἔργον ἀνάγλυφον ἢ ἔκτυπον, ἢ κατ’ ἄλλους σκαλίζω διὰ τῆς γλυφίδος καὶ διακοιλαίνω, Λατ. caelare, μετ’ αἰτ. τῆς ὕλης, τ. σίδηρον Στράβ. 631· ἄργυρον, κύπελλον Ἀνακρεόντ. 3, κλπ. 2) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀντικειμ., παριστάνω κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον, πόντον αὐτόθι 59· μάχην Παυσ. 1. 28, 2· παιδίον ὁ αὐτ. 5. 17, 4· ἐρέβινθον Πλούτ. 2. 204Ε· Σάτυρον Ἀνθ. Πλαν. 248 γράμμα τορευθὲν Ἀνθ. Παλ. 7. 274· - ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ΙΙΙ. μεταφορ. ἐπὶ ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 24. - Συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ τορνεύω, ἴδε ἀνωτ. Ι. καὶ πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 324, Δινδ. εἰς Ἀθην. 199Β, Meineke εἰς Μενάνδρ. Ἄδηλα 434.
French (Bailly abrégé)
travailler au ciseau ou au burin ; ciseler, graver en creux ou en relief, acc..
Étymologie: τορός.
Greek Monolingual
ΝΑ
1. κατασκευάζω με σμίλευση, εγγλυφή η σφυρηλάτηση ανάγλυφα ή έκτυπα σχήματα, κυρίως σε μέταλλο και σπανιότερα σε άλλο υλικό (α. «εὐφυᾱ ἐν τῷ τορεύειν καὶ λεπτουργεῑν», Πλούτ.
β. «τορεύειν σίδηρον», Στράβ.)
2. λεπτουργώ, φιλοτεχνώ λεπτουργήματα
αρχ.
1. με εγχάραξη ή σφυρηλάτηση απεικονίζω κάτι (α. «τορεύειν πόντον», Ανακρ.
β. «τορεύειν μάχην», Παυσ.)
2. μτφ. (σχετικά με το ύφος του. λόγου) καθιστώ περίτεχνο, καλλωπίζω, στολίζω
3. φρ. «τορεύω ᾠδήν» — καθιστώ το τραγούδι ηχηρό, διαπεραστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας τερ- του τείρω «διατρυπώ», πιθ. αναλογικά προς το χαλκεύω. Ο τ. συγχέεται συχνά με το ρ. τορνεύω.
Greek Monotonic
τορεύω: μέλ. τορεύσω, (τόρος) δουλεύω πάνω σε ανάγλυφο, σε Στράβ.· με αιτ., παριστάνω κάτι κατ' αυτόν τον τρόπο, δηλ. ανάγλυφα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τορεύω:
1) изображать резьбой, гравировать (πόντον Anacr.): γράμμα τορευθέν Anth. вырезанная надпись;
2) обрабатывать чеканкой, покрывать резьбой (ἀργύριον Anacr.);
3) (v. l. к τορνεύω) громко и отчетливо петь (ᾠδήν Arph.).
Middle Liddell
τορεύω, fut. -σω τόρος
to work in relief, Strab.:—c. acc. to represent in this manner, Anth.