ἀπόλογος
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ὁ,
A story, tale, Ἀλκίνου ἀπόλογος, of long and tedious stories (from that told by Odysseus to Alcinous in Od.9-12), Pl.R.614b, Arist.Rh.1417a13, Po.1455a2. II fable, apologue, allegory, Cic.Orat.2.66.264, Quint. Inst.6.3.44, Gell.2.29.20. III account rendered, Test.Epict.8.36, IG14.952 (Agrigent.), Hsch. IV = λογιστής, IG12(8).267 (Thasos), BCH45.154 (ibid., iii B. C.), AJA19.446 (Halae, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 313] ὁ, 1) Herzählung, ausführliche Erzählung, ὁ Ἀλκίνου Plat. Rep. X, 614 a Arist. poet. 16, von der langen Erzählung der Irrfahrten des Odysseus hergenommen, nach Suid. ἐπὶ τῶν φλυαρούντων καὶ μακρὸν ἀποτεινόντων λόγον. – 2) die äsopische Thierfabel, Quintil. 5, 11; Gell. 2, 29. – 3) Nach Hesych. = ἀπολογισμός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόλογος: ὁ, διήγημα, ἱστορία, Ἀλκίνου ἀπόλογος, παροιμία «ἐπὶ τῶν φλυαρούντων καὶ μακρὸν ἀποτεινόντων λόγον» (Σουΐδ.) προελθοῦσα ἐκ τῆς μακρᾶς διηγήσεως τοῦ Ὀδυσσέως πρὸς τὸν Ἀλκίνοον ἐν Ὀδ. Ι. - Μ.), Πλάτ. Πολ. 614A, Ἀριστ. Ρητ. 3. 16, 7, Ποιητ. 16, 8: ― προσέτι ἡ ἐπιγραφὴ τοῦ Ι. τῆς Ὀδυσ. ΙΙ. μῦθος, οἷοι οἱ τοῦ Αἰσώπου, ἀλληγορρία, Κικ. de Orat. 2. 66, κτλ. ΙΙΙ. λογαριασμός, Συλλογ. Ἐπιγρ. 2448. IV. ἐν τέλ., «ἀπόλογος· ἀπολογισμὸς» Ἡσύχ. 2) = λογιστής, Ἐπιγρ. Θασ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2161, ἴδε Lexicogr. Stud. of Gr. Inscr. by Hel. M. Searles Chicago 1898.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 récit détaillé, narration;
2 à Thasos magistrat chargé d’intenter un procès pour défendre les intérêts civils de la Cité.
Étymologie: ἀπό, λόγος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ I 1relato ὁ Ὀδυσσέως ἀπόλογος τῆς πλάνης Plu.2.1093c
•Ἀλκίνου ἀ. de cuentos largos y aburridos, Pl.R.614b, Arist.Rh.1417a14, Po.1455a2.
2 fábula, alegoría Quint.Inst.6.3.44, de las de Esopo, Gell.2.29.20.
3 cuenta, IG 12(3).330.288 (Tera III a.C.), IUrb.Rom.2.27 (I a.C.)
•lista τῶν σκαφείων SB 7203.4 (III a.C.).
II auditor encargado de tomar cuenta de los magistrados cesantes IG 12(8).267.14 (Tasos), IG 12.Suppl.355.7 (Tasos), AJA 19.446 (Halas III a.C.).
Greek Monolingual
ο (AM ἀπόλογος)
απολογία, λογοδοσία
μσν.- νεοελλ.
απόκριση, απάντηση
νεοελλ.
τα τελευταία λόγια κάποιου ετοιμοθάνατου
αρχ.
1. διήγηση, ιστόρημα
2. μύθος, αλληγορία
3. λογαριασμός, απολογισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + λόγος < λέγω.
Greek Monotonic
ἀπόλογος: ὁ, αφήγημα, εξιστόρηση, μύθος, απολογισμός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόλογος: ὁ
1) рассказ, повествование Plat., Arst.;
2) сказка (преимущ. о животных), басня Cic., Quint., Gell.