μεταγραφή

From LSJ
Revision as of 11:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταγρᾰφή Medium diacritics: μεταγραφή Low diacritics: μεταγραφή Capitals: ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ
Transliteration A: metagraphḗ Transliteration B: metagraphē Transliteration C: metagrafi Beta Code: metagrafh/

English (LSJ)

ἡ,

   A transcribing, Aristeas 9 (pl.), 10, Jul.Ep.107.    2 borrowing from one person to pay another, Plu.2.831a (pl.).    II translation, τοῦ νόμου J.AJ12.2.6.    III change of text or reading, Str.12.3.22, cf. A.D.Synt.156.2.

German (Pape)

[Seite 145] ἡ, die Abschrift, Sp.; das Umschreiben, δανείων, Plut. de vit. aer. allen. 7.

Greek (Liddell-Scott)

μεταγρᾰφή: ἡ, ἀντιγραφή, ἐπίσταμαι τὰ βιβλία... μετέδωκε γάρ μοι πρὸς μεταγραφήν τινα Ἰουλ. Ἐπ. 9. 2) τὸ δανείζεσθαι παρά τινος πρὸς ἀπότισιν ὀφειλῆς πρὸς ἕτερον, Λατ. versura, Πλούτ. 2. 831Α.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
emprunt fait à une personne pour en payer une autre.
Étymologie: μεταγράφω.

Greek Monolingual

η (ΑM μεταγραφή) μεταγράφω
1. αντιγραφή
2. αντίγραφο
3. γραφή σε νέα μορφή
νεοελλ.
1. η διόρθωση, η μεταβολή της γραφής μιας λέξης
2. (νομ.) η καταχώριση δικαιοπραξίας, ή άλλης νομικής πράξης που αφορά μεταβίβαση εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου, σε ειδικά βιβλία που τηρούνται στα υποθηκοφυλάκεια γι' αυτό τον σκοπό κατά περιφέρειες
3. μουσ. πιστή, όσο μπορεί ή νομίζει ο μεταγράφων, μεταφορά της πρώτης γραφής ενός έργου σε άλλη σημειογραφία για διαφορετικό από το αρχικό μέσο εκτέλεσης
4. γλωσσ. τα διάφορα επινοήματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν αντί τών σημείων της κανονικής γραφής ή και παράλληλα προς αυτά, αλλ. παραγραφή
5. βιολ. σύνθεση ριβονουκλεϊκού οξέος (RNΑ) που αποτελείται από μια συγκεκριμένη ακολουθία νουκλεοτιδίων με βάση ένα μόριο δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος (DNΑ) το οποίο αποτελείται από μια αντίστοιχη ακολουθία νουκλεοτιδίων που χρησιμεύει ως πρότυπο
6. η μετεγγραφή
μσν.
1. μεταβεβλημένο, αλλοιωμένο, μη πιστό αντίγραφο ενός κειμένου
αρχ.
1. ο δανεισμός χρημάτων από κάποιον για εξόφληση χρέους που οφείλει σε τρίτον
2. μετάφραση κειμένου
3. αλλαγή λόγου ή κειμένου κατά την αντιγραφή.

Russian (Dvoretsky)

μεταγρᾰφή: ἡ заем для покрытия долга, юр. перевод с одного лица на другое (δανείων Plut.).