κέρνος
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
εος, τό, Ammon. ap. Ath.11.476f, Hsch. (pl.):—also κέρνος, ου, ὁ, Sch.Nic.Al.217: pl. κέρνα, τά, Poll.4.103:—
A earthen dish with small pots affixed for miscellaneous offerings, Ath.l.c., etc.; wrongly expld., = λίκνον, Sch.Pl.Grg.497c.
German (Pape)
[Seite 1425] ὁ u. τό, s. das Vorige.
Greek (Liddell-Scott)
κέρνος: -εος, τό, Ἀθήν. 476F, Ἡσύχ.· ὡσαύτως κέρνος, ου, ὁ, Σχολ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 217· καὶ πληθ., κέρνα, τά, Πολυδ. Δ΄, 103· ― μέγα πήλινον πινάκιον ἔχον ἐν τῷ πυθμένι κοιλώματα, ἐν οἷς διάφοροι καρποὶ προσεφέροντο κατὰ τὰς τελετὰς τῶν Κορυβάντων, πρβλ. Müller. Archäol. d. Kunst. § 300· ἐφέρετο δὲ ὑπό τινος ἱερείας ἢ ἱερέως, ὅστις ἐκαλεῖτο κερνᾶς, Ἀνθ. Π. 7. 709· ἢ κερνοφόρος, Νικ. Ἀλεξιφ. 217· ἐντεῦθεν, κερνοφόρος ὄρχησις ἢ κερ. ὄρχημα, ἀγρία τις κορυβαντιώδης ὄρχησις, Πολυδ. Δ΄, 103, Ἀθήν. 629Ε· ἐντεῦθεν καὶ τὸ ῥῆμα κερνοφορέω, Κλήμ. Ἀλ. 14, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ΙΙ. κέρνα, τά, δύο πλάγιαι τραχύτητες τῶν σπονδύλων, Πολυδ. Β΄, 180.
French (Bailly abrégé)
ους (τό) :
vase de terre avec des compartiments (κοτυλίσκοι) où les Corybantes apportaient les fruits pour le sacrifice.
Étymologie: DELG mot techn. et rituel sans explication, prob. emprunté au substrat.
Greek Monolingual
(I)
κέρνος, ὁ (Α)
1. (μτνν. σχόλ. εσφ.)
το λίκνο
2. (μτνν. σχόλ. επίσης εσφ.) «κέρνος... ἤγουν τὸ πτύον ἐστίν»
3. αντί του ουδ. το κέρνος.
(II)
κέρνος, τὸ, πληθ. κέρνα, το, και κέρνος, ό, (Α)
πήλινο πινάκιο το οποίο είχε στον ευρύ πυθμένα πολλά κοιλώματα, όπου κατά τις εορτές τών Κορυβάντων και άλλες τελετές τοποθετούνταν και προσφέρονταν διάφοροι καρποί, όσπρια, μέλι, λάδι, κρασί, γάλα κ.λπ., από ιερέα που κρατούσε το κέρνος και που γι' αυτό ονομαζόταν κέρνας ή κερνοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Έχουν επίσης γίνει προσπάθειες συνδέσεώς της με το κέραμος, το αρχ. ινδ. caru- «κατσαρόλα και το πρωτονορβηγικό huerna «τσουκάλι» ή με το λατ. scrinium «ντουλάπι» και το αρχ. ινδ. śarāva «πιάτο».
ΠΑΡ. αρχ. κέρνας, κερνίον.
ΣΥΝΘ. αρχ. κερνοφόρος, κερνοφορώ].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: earthen vase with roundabout nipples, which was used in the mystery-cult ((sch. Nic. Al. 217); Ammon. and Polem. ap. Ath. 11, 476f and 478c, H.); pl. κέρνεα τὰ τῃ̃ μητρὶ τῶν θεῶν ἐπιθυόμενα H.; also -να (Poll. 4, 103); on the meaning Nilsson Gr. Rel. 1, 128; 270f., 726.
Compounds: As 1. member in κερνο-φόρος (Nic., Ath.) with κερνο-φορέω (sch.); short form κερνᾶς (AP 7, 709).
Derivatives: Diminutive κερνίον (Att. inscr., Theognost.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical word of unknown origin, perh, Pre-Greek (cf. Schwyzer 491, Chantraine Formation 209). Several unsuccesful IE. proposals: to κέραμος, Skt. carú- kettle, OWNo. huerna cooking utensils (s. Bq; also Vasmer Russ. et. Wb. s. čéren II); to Lat. scrīnium chest (Persson BB 19, 261), to Skt. śárāva- plate (H. Petersson Et. Miszellen 18). - The by-form κέρχνος with κερχνίον (Eleusis) shows that it was a Pre-Greek word (thus DELG; wrong Frisk; Fur. does not mention the word).
Middle Liddell
κέρνος, εος,
κέρνος, a large earthen dish, in which fruits were offered to the Corybantes, borne by a priest or priestess called κερνᾶς, Anth.
Frisk Etymology German
κέρνος: {kérnos}
Grammar: n. (m. Sch. Nik. Al. 217)
Meaning: irdenes, ringsum mit Näpfen besetztes Gefäß, das in dem Mysterienkult gebraucht wurde (Ammon. und Polem. ap. Ath. 11, 476f und 478c, H.); pl. κέρνεα· τὰ τῇ μητρὶ τῶν θεῶν ἐπιθυόμενα H.; auch -να (Poll. 4, 103); zur Bedeutung usw. Nilsson Gr. Rel. 1, 128; 270f., 726.
Composita : Als Vorderglied in κερνοφόρος (Nik., Ath. u. a.) mit κερνοφορέω (Sch.); Kurzform κερνᾶς (AP 7, 709).
Derivative: Deminutivum κερνίον (att. Inschr., Theognost.).
Etymology : Technisches Wort unbekannter Herkunft, vielleicht vorgriechisch (vgl. Schwyzer 491, Chantraine Formation 209). Mehrere erfolglose idg. Erklärungsversuche: zu κέραμος (s. d.), aind. carú- Kessel, awno. huerna Kochgeschirr (s. Bq und WP 1, 518 m. Lit.; auch Vasmer Russ. et. Wb. s. čéren II); zu lat. scrīnium Schrein (Persson BB 19, 261), zu aind. śárāva- Teller (H. Petersson Et. Miszellen 18). — Die Nebenform κέρχνος mit κερχνίον (Eleusis) kann schwerlich ursprünglich sein (vgl. Bq), sondern ist wohl durch Volksetymologie verursacht, vgl. κέρχνος, κερχνώματα im Sinn von Erhabenheit, getriebene Arbeiten.
Page 1,832