θηγάνη

From LSJ
Revision as of 21:30, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηγάνη Medium diacritics: θηγάνη Low diacritics: θηγάνη Capitals: ΘΗΓΑΝΗ
Transliteration A: thēgánē Transliteration B: thēganē Transliteration C: thigani Beta Code: qhga/nh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,    A whetstone, A.Ag.1536 (lyr.), S.Aj.820: metaph., αἱματηρὰς θηγάνας = incentives to bloodshed, A.Eu.859; θ. λάλης Luc. Lex.14:—also θήγανον, τό, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1206] ἡ, der Wetzstein; Aesch. Ag. 1518; σιδηροβρῶτι θηγάνῃ νεηκονὴς σφαγεύς Soph. Ai. 807; übertr., Aufreizung, σὺ δ' ἐν τόποισι τοῖς ἐμοῖς μὴ βάλῃς μήθ' αἱματηρὰς θηγάνας Aesch. Eum. 821; Luc. Lexiph. 14 τὸ γὰρ ἐρεσχελεῖν ἀλλήλους συχνάκις λάλης θηγάνη γίγνεται.

Greek (Liddell-Scott)

θηγάνη: ἡ, ἀκόνη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1536, Σοφ. Αἴ. 820: μεταφ., αἱματηρὰς θηγάνας, παροτρύνσεις εἰς αἱματοχυσίαν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 859· θ. λάλης Λουκ. Λεξιφ. 14. ― ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει καὶ θήγανον, τό.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 pierre à aiguiser;
2 aiguillon.
Étymologie: θήγω.

Greek Monolingual

θηγάνη, ἡ (Α) θήγω
1. το ακόνι
2. παροξυσμός, ερεθισμός.

Greek Monotonic

θηγάνη: [ᾰ], ἡ, ακονόπετρα, σε Αισχύλ., Σοφ.· μεταφ., αἱματηρὰς θηγάνας, παροτρύνσεις, κίνητρα, εναύσματα προς αιματοχυσία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θηγάνη: (ᾰ) ἡ1) точильный камень, оселок: ὁ σφαγεὺς θηγάνῃ νεηκονής Soph. убийца-меч, только что отточенный о камень;
2) побудительное начало, возбудитель: βαλεῖν αἱματηρὰς θηγάνας Aesch. разжечь кровавые распри; λάλης θ. Luc. развязывание языков.

Middle Liddell

θηγά˘νη, ἡ,
a whetstone, Aesch., Soph.: metaph., αἱματηραὶς θηγάναι incentives to bloodshed, Aesch.