ὑποστάτης

From LSJ
Revision as of 09:00, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποστᾰτης Medium diacritics: ὑποστάτης Low diacritics: υποστάτης Capitals: ΥΠΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: hypostátēs Transliteration B: hypostatēs Transliteration C: ypostatis Beta Code: u(posta/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,    A that which stands under, support, prop, Plu.Cor.24; stand of a bowl, etc., Paus.10.26.9.    II one that gives substance, creator, Procl.Theol.Plat.3.7, Inst.53, Simp. in Ph.1327.5.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, τὸ ὑποκάτω ἱστάμενον, στήριγμα, ἔρεισμα, Λατ. furca, «ὃ γὰρ οἱ Ἕλληνες ὑποστάτην καὶ στήριγμα, τοῦτο οἱ Ρωμαῖοι φοῦρκαν ὀνομάζουσι» Πλουτ. Κοριολ. 24· βάσις ἐφ’ ἧς ἵσταται κρατήρ, κλπ., Παυσ. 10. 26, 9· πρβλ. ὑποκρητηρίδιον, ὑποστατός. ΙΙ. ὁ παρέχων ὑπόστασιν, δημιουργός, Πρόκλ.· οὕτω καὶ ἐν τῷ θηλ. ὑποστάτις, ιδος, Διονύσ. Ἀρεοπ. 818C.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. ce qui supporte :
1 fourche;
2 support d’un vase;
II. celui qui donne l’existence, créateur.
Étymologie: ὑφίστημι.

Greek Monolingual

ο / ὑποστάτης, ΝΑ, θηλ. ὑποστάτις, -ιδος, και ὑποστάτρια, Α ὑφίστημι
στήριγμα που τίθεται από κάτω, υποστήριγμα
νεοελλ.
ναυτ. καθένα από τα ισχυρά σιδερένια ή ξύλινα υποστηρίγματα πάνω στα οποία τοποθετούνται οι σωσίβιες λέμβοι στα πλοία, κν. μούρσος
αρχ.
1. βάση αγγείου, ιδίως κρατήρα («ἐφεξῆς δὲ τῇ Λαοδίκη ὑποστάτης λίθου... ἐστίν», Παυσ.)
2. ως επίθ. αυτός που δίνει υπόσταση και ύπαρξη, δημιουργός
3. (το θηλ. στον τ. ὑποστάτρια) κατώτερη επιστάτρια ναού.

Greek Monotonic

ὑποστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ὑφίσταμαι), αυτό που στέκεται κάτω από, στήριγμα, υποστήριγμα, στύλος, στυλοβάτης, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποστάτης: ου ὁ вилообразная подпора Plut.

Middle Liddell

ὑποστά˘της, ου, ὁ, [ὑφίσταμαι]
that which stands under, a support, prop, Plut.