ὀστρακίνδα

From LSJ
Revision as of 17:40, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστρᾰκίνδα Medium diacritics: ὀστρακίνδα Low diacritics: οστρακίνδα Capitals: ΟΣΤΡΑΚΙΝΔΑ
Transliteration A: ostrakínda Transliteration B: ostrakinda Transliteration C: ostrakinda Beta Code: o)straki/nda

English (LSJ)

Adv.

   A played with potsherds or oystershells (the black and white surfaces being analogous to our 'heads and tails'), [[[παιδιά]]] Poll.9.111, Herm. in Phdr.p.90 A.: with a play on ὀστρακισμός, ὀ. βλέψαι Ar.Eq.855.

German (Pape)

[Seite 400] παιδιά, Scherbenspiel, bei dem eine Scherbe, welche auf einer Seite schwarz, auf der andern weiß war, auf eine Linie geworfen wurde; je nachdem die eine oder die andere Seite oben zu liegen kam, mußte die eine der spielenden Parteien fliehen und die andere sie verfolgen, Poll. 9, 111. – Es hieß auch ὀστράκου περιστροφή (vgl. ὄστρακον). – Bei Ar. Equ. 852 liegt in ὀστρακίνδα βλέπειν, nach der Scherbe sehen, zugleich eine Anspielung auf den Ostracismus.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρᾰκίνδα: Ἐπίρρ., παιδιὰ παιζομένη δι’ ὀστράκων, ἣν περιγράφει ὁ Πολυδ. (Θ΄, 111) ὡς ἑξῆς «ὀστρακίνδα δέ, ὅταν γραμμὴν ἑλκύσαντες οἱ παῖδες ἐν μέσῳ καὶ διανεμηθέντες, ἑκατέρα μερὶς ἡ μὲν τὸ ἔξω τοῦ ὀστράκου πρὸ αὐτῆς εἶναι νομίζουσα ἡ δὲ τὸ ἔνδον, ἀφέντος τινὸς κατὰ τῆς γραμμῆς τὸ ὄστρακον, ὁπότερον ἂν μέρος ὑπερφανῇ, οἱ μὲν ἐκείνῳ προσήκοντος διώκωσιν, οἱ δὲ ἄλλοι φεύγωσιν ὑποστραφέντες· ὅπερ εἶδος παιδιᾶς αἰνίττεται καὶ Πλάτων ἐν τοῖς εἰς Φαῖδρον ἐρωτικοῖς. ὁ μὲν τοίνυν ληφθεὶς τῶν φευγόντων, ὄνος οὗτος κάθηται· ὁ δὲ ῥίπτων τὸ ὄστρακον ἐπιλέγει: νὺξ ἡμέρα· τὸ γὰρ ἔνδοθεν αὐτοῦ καταλήλιπται πίττη καὶ τῇ νυκτὶ ἐπιπεφήμισται. καλεῖται δὲ καὶ ὀστράκου περιστροφὴ τὸ εἶδος τοῦτο τῆς παιδιᾶς», Πλάτ. Πολ. 521· οὕτως, ὀστράκου μεταπεσόντος, ὅταν τὸ ἄνω γένηται κάτω, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 241Β. ― Ἐν τῷ τοῦ Ἀριστοφ. (Ἱππ. 855), ὀστρακίνδα βλέπειν, ὑπάρχει αἰνιγμὸς πρὸς τὸν ὀστρακισμόν.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 παίζειν jouer à la coquille, sorte de jeu de barres où l’on jetait en l’air une coquille blanche d’un côté, noire de l’autre, pour décider lequel des deux camps serait le poursuivant;
2 βλέπειν faire mine de condamner à l’ostracisme.
Étymologie: ὄστρακον.

Greek Monolingual

ὀστρακίνδα (Α)
επίρρ. παίζοντας με όστρακο, παιχνίδι κατά το οποίο δύο ομάδες παικτών έριχναν ψηλά ένα όστρακο, δηλ. πήλινο θραύσμα αγγείου, βαμμένο με πίσσα από τη μία πλευρά και, ανάλογα με το ποια ήταν η επάνω επιφάνεια μετά την πτώση του, η αντίστοιχη ομάδα τών παικτών καταδίωκε την άλλη, αλλ. περιστροφή οστράκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. κρυπτ-ίνδα). Η άποψη ότι ο τ. ὀστρακίνδα (< οστρακο-κίνδα) είναι σύνθ. από το ὄστρακον και το ρ. κινῶ δεν θεωρείται πιθανή].

Greek Monotonic

ὀστρᾰκίνδα: επίρρ., παίζοντας με πινάκια από πηλό ή θαλάσσια όστρακα, παιδιὰ ὀστρακίνδα, παιχνίδι που παίζεται με ένα ὄστρακον, μαύρο από τη μια πλευρά και άσπρο από την άλλη, το οποίο το πετούσαν τα παιδιά πάνω σε μια γραμμή που είχε χαραχθεί για να χωρίζει τις δύο ομάδες, και αναλόγως αν έπεφτε με την άσπρη ή τη μαύρη πλευρά προς τα πάνω, η μία ομάδα ήταν υποχρεωμένη να κυνηγήσει την άλλη, που έπρεπε να τραπεί σε φυγή και να καταδιωχθεί· ὀστρακίνδα βλέπειν (με αναφορά στο ὀστρακισμός), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀστρᾰκίνδα: adv.
1) в черепки: παιδιὰ ὀ. игра в черепки (в зависимости от того, как падал черепок, черной стороной кверху или белой, одна партия играющих пускалась бежать, а другая ее догоняла);
2) насчет остракизма: βλέπειν ὀ. Arph. помышлять о (чьем-л.) изгнании.

Middle Liddell


played with potsherds or oyster-shells, παιδιὰ ὀστρ. a game in which an ὄστρακον, black on one side and white on the other, was thrown on a line, and according as the black or white turned up, one party was obliged to fly and the other pursued, ὀστρ. βλέπειν (with a reference to ὀστρακισμόσ), Ar.