ἄζηλος

From LSJ
Revision as of 00:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄζηλος Medium diacritics: ἄζηλος Low diacritics: άζηλος Capitals: ΑΖΗΛΟΣ
Transliteration A: ázēlos Transliteration B: azēlos Transliteration C: azilos Beta Code: a)/zhlos

English (LSJ)

ον, A unenvied, unenviable, dreary, γῆρας Semon.1.11; φρουρά A.Pr.143; θέα S.El.1455; βίος Id.Tr.284; ἔργον sorry deed, ib. 745; ἄζηλαπέλει all are in ill plight, Orac. ap. Hdt.7.140; πλοῦτος Plu. Lyc.10; ζῆλος ἀζήλων not deserving of envy, Phld. Oec.p.66J. II Act., not envious, Menetorap.Ath.13.594c.

German (Pape)

[Seite 43] ohne Eifersucht, Ath. XIII, 594 c; – gew. unbeneidet, d. i. gering geachtet, schlecht, φρουρά Aesch. Prom. 173; μιάσματα νίκης Ch. 1012; θέα Soph. El. 1447, d. i. gestattet; βίος Trach. 283; ἔργον 742; neben οὐκ εὐδαίμονα Eur. Iph. T.620; Plut. Lyc. 10 neben ἄτιμος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄζηλος: -ον, ὡς τὸ ἀζήλωτος, ὁ μὴ ἀξιοζήλευτος, ἀνιαρός, χαλεπός, γῆρας, Σιμων. Ἰαμβ. 1. 11˙ φρουρά. Αἰσχύλ. Πρ. 143: - βίος, ἔργον, Σοφ. Τρ. 284, 745˙ θέα, Ἠλ. 1455. Ἐν χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140˙ ἄζηλα πέλει, = ἅπαντα εὑρίσκονται ἐν κακῇ καταστάσει˙ ὁ Λοβ. ἐν Ἀγλαοφ. 1353 διορθοῖ ἀΐδηλα. 2) μικροῦ ἢ ὀλίγου ἄξιος, Πλουτ. Λυκοῦρ. 10. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ φθονῶν, Ἀθην. 594C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non digne d’envie;
2 triste, malheureux, lamentable;
3 misérable, vil.
Étymologie: ἀ, ζῆλος.

Spanish (DGE)

-ον
1 no envidiable, horrible, abominable, γῆρας Semon.2.11, φρουρά A.Pr.143, μιάσματα A.Ch.1017, cf. Orác. en Hdt.7.140, βίος S.Tr.284, cf. 745, El.1455, κακόν E.Fr.758d.5, cf. IT 619, πλοῦτος Thphr.Fr.78, cf. Plu.Lyc.10, Longin.44.8.
2 neutr. subst. τὸ ἄ. no envidiar Menetor 1.
3 inútil, no importante τὸ λοιπὸν αὐτῆς (τῆς ἱστορίας) ἄ. καὶ ἀνωφελές Plb.12.25g.2.

Greek Monotonic

ἄζηλος: -ον, 1. μη αξιοζήλευτος, θλιβερός, πληκτικός, σε Σιμων., Αισχύλ. κ.λπ.
2. γενικά, άθλιος, αξιολύπητος, ανάξιος λόγου, ασήμαντος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἄζηλος:
1) незавидный, жалкий (φρουρά Aesch.; βίος Soph.): ἄζηλα κοὐκ εὐδαίμονα Eur. незавидные и несчастные обстоятельства; ἀφιλότιμος καὶ ἄ. Plut. постыдный и жалкий;
2) недостойный зависти, не заслуживающий восхищения, ничтожный (πλοῦτος Plut.): κενὰ καὶ ἄζηλα Plut. пустые и суетные вещи.

Middle Liddell


1. not subject to envy, unenviable, dreary, Simon., Aesch., etc.
2. generally, sorry, inconsiderable, Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄζηλος -ον [ἀ-, ζῆλος niet te benijden, beklagenswaardig.