βύβλος

From LSJ
Revision as of 15:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βύβλος Medium diacritics: βύβλος Low diacritics: βύβλος Capitals: ΒΥΒΛΟΣ
Transliteration A: býblos Transliteration B: byblos Transliteration C: vyvlos Beta Code: bu/blos

English (LSJ)

and βίβλος (v. sub fin.), ἡ, A the Egyptian papyrus, Cyperus Papyrus, Hdt.2.92, A.Supp.761, Str.17.1.15: in pl., stalks of papyrus, PTeb.308.7 (ii A. D.). 2 rind enclosing the pith of this plant, Thphr.HP4.8.4, etc.: generally, bark, φελλῶν καὶ βύβλων Pl.Plt. 288e, cf. Hdt.2.96, Plot.2.7.2. b in pl., slices of the pith used as writing-material, Hdt.5.58, Hermipp.63.13: sg., strip of β., βύβλον εὐρύναντες ἀντὶ διαδήματος Ph.2.522. 3 roll of papyrus, book, Hdt.2.100, A.Supp.947, etc.: heterocl. pl., βύβλα, τά, AP9.98 (Stat. Flacc.); esp. of sacred or magical writings, βίβλων ὅμαδον Μουσαίου καὶ Ὀρφέως Pl.R.364e, cf. D.18.259, Act.Ap.19.19, PPar.19.1 (ii A. D.); ἱεραί β. OGI56.70 (Canopus, iii B. C.); β. ἱερατική PTeb.291.43 (ii A. D.); so of the Scriptures, ἡ β. γενέσεως οὐρανοῦ καὶ γῆς LXX Ge.2.4, etc.; ἡ β. the Sacred Writings, Aristeas 316; β. Μωυσέως, ψαλμῶν, προφητῶν, Ev.Marc.12.26, Act.Ap.1.20, 7.42; β. ζωῆς Ep.Phil.4.3: pl., of magical books, Act.Ap.19.19. 4 a division of a book, Plb.4.87.12, D.S.1.4, etc.; αἱ β. the nine books of Hdt., Luc. Herod.1. II β. στεφανωτρίς flowering head of papyrus, Theopomp. Hist.22c, Plu.Ages.36. [ῠ, A.Supp.761.] (βύβλος, βύβλινος, βυβλίον, etc., are the original forms: βιβλ-seems to have arisen in Attic by assimilation in βιβλίον, and is found in earlier Attic Inscrr., cf. IG2.1b, etc., and prevails in Ptolemaic papyri; Inscrr. vary, βυβλία Test.Epict.8.32 (iii/ii B. C.); βιβλία IG5(1).1390.12 (Andania, i B. C.); in Roman times βυβλ- was restored.)

German (Pape)

[Seite 467] ἡ, Byblus, die ägyptische Papyrusstaude, Cyperus papyrus; den Stengel u. die Wurzeln aßen die Armen; aus dem Bast machte man Schiffstaue, Matten, Papier. In der Bdtg: beschriebenes Papier, Buch, wird richtiger βίβλος geschrieben. – Flacc. 9 (IX, 98) hat einen plur. βύβλα, die Schriften.

Greek (Liddell-Scott)

βύβλος: ἡ, ὁ Αἰγύπτιος πάπυρος, Cyperus papyrus, τοῦ ὁποίου τὸ τριγωνικὸν στέλεχος καὶ τὰς ῥίζας ἔτρωγον οί πένητες (πρβλ πάπυρος), Ἡρόδ. 2. 92, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 761. 2) οἱ ἰνώδεις αὐτοῦ φλοιοὶ παρασκευάζοντο πρὸς κατασκευὴν σχοινίων, ἱστίων, στρωμάτων, χάρτου, (ἡ χρῆσις αὕτη τοῦ φυτοῦ ἦν γνωστὴ τῷ Ὁμήρῳ, ἴδε βύβλινος), Ἡρόδ. 2. 96· - ὁ ἔξω φλοιὸς τοῦ παπύρου χρήσιμος, ὅπως γράφῃ τις ἐπ’ αὐτοῦ, ἐντεῦθεν κατὰ πληθ., φύλλα βύβλου, ὁ αὐτ. 5. 58, Ἕρμιππ. Φορμ. 1. 13. 3) χάρτης, βιβλίον, Ἡρόδ. 2. 100, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 305. 1005· - ἀλλ’ ἐπὶ τοιαύτης σημασίας συνήθως γράφεται βίβλος (ὃ ἴδε)· - πληθ. βύβλα, τὰ, Ἀνθ. Π. 9. 98. ΙΙ. β. στεφανωτρίς, ἕτερον φυτὸν μνημονευόμενον ὑπὸ Θεοπόμπ., Ἱστ. Ἀποσπ. 11, πρβλ Πλούτ. Ἀγησ. 36. [ῡ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 761]

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 papyrus, plante d’Égypte;
2 objet fabriqué avec des lamelles ou des fibres de papyrus ; particul. au plur. feuilles ou lamelles de papyrus servant de tablettes pour écrire ; livre.
Étymologie: emprunt.

Greek Monolingual

η (AM βύβλος)
ονομασία του φυτού κύπειρος ο πάπυρος
αρχ.
1. ο ινώδης φλοιός του παπύρου
2. οτιδήποτε κατασκευασμένο από πάπυρο (σκοινί, στρώμα, χαρτί)
3. κύλινδρος, βιβλίο από πάπυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βίβλος].

Greek Monotonic

βύβλος: ἡ,
1. Αιγυπτιακός πάπυρος, τη ρίζα και το τριγωνικό στέλεχος του οποίου έτρωγαν οι φτωχοί, σε Ηρόδ.
2. οι ινώδεις φλοιοί του φυτού, τους οποίους επεξεργάζονταν για την κατασκευή σχοινιών, στον ίδ.· πρβλ. βύβλινος.
3. εξωτερικό περίβλημα του παπύρου, που χρησιμοποιούνταν για γραφή, από όπου στον πληθ.· τα φύλλα της βύβλου, στον ίδ.
4. χαρτί, βιβλίο, στον ίδ.· με αυτή τη σημασία, περισσότερο συνηθισμένη γραφή είναι το βίβλος (βλ. αυτ.)· πληθ., βύβλα, τά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βύβλος: v. l. βίβλος
1) библос, египетский папирус (Cyperus papyrus) Her., Aesch.: β. στεφανωτρίς Plut. предполож. папирус, пригодный для плетения венков;
2) волокна папируса (τὰς ἁρμονίας πακτοῦν τῇ βύβλῳ Her.);
3) писчая бумага из папируса (ἐν σπάνι βύβλων διφθέρῃσι χρᾶσθαι Her.);
4) книга (ἐκ βύβλου καταλέγειν τι Her.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: The Egyptian papyrus, Cyperus Papyrus, its stalks, bark, roll, paper (Hdt.).
Other forms: βίβλος, βὶμβλις; Βίμβλινος (or -ινων) εἶδος οἴνου καὶ γένος ἀμπέλου ἐν Θρᾳκῃ καὶ ὁ παλαιὸς οἶνος. Ε᾽πίχαρμος δε ἀπ' ὀρῶν Βιβλίνων. ἔστι δε Θρᾳκης H.
Derivatives: βύβλινος (Od.), βίβλινος (Pap.) made of p.; (both) also a kind of wine, s. DELG; also βίμβλινος (LSJSup.and H., s. above). βυβλιά (accent s. Wackernagel-Debrunner Phil. 95, 191f.) plantation of p. (Tab. Heracl.; but s. Scheller Oxytonierung 47). - βυβλίον, βιβλίον ( s. Kretschmer KZ 57, 253 A.) paper, book (Ion.-Att.). βιβλίδιον with strange long i. βίμβλις, -ιδος cords of β., cf. βιβλίδες τὰ βιβλία η σχοινία τὰ ἐκ βίβλου πεπλεγμένα (EM 197, 30).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: The papyrusrind was supposedly called after the Phoenician harbour Byblos, from where it was brought to Greece. But as this town was Phoen. Gbl, Acc. Gublu, Hebr. Gebal the Greek form is difficult to understand. E. Masson, Emprunts 101-7 concludes that the word is of unknown origin and the town was called after it. Objections by Hemmerdinger, Glotta 48 (1970) 253 (unclear). Therefore Alessio Studi etr. 18 (1944) 122f. assumed that the word was Pre-Gr. Furnée 364 gives evidence for υ\/ι in Pre-Greek (the forms with -ι- appears to be old, not due to late assimilation; cf. Kretchmer, KZ 57, 253). Pre-Greek origin is also strongly suggested by the prenasalised forms (hardly expressive). - Cf. πάπυρος.
See also: s. βίβλος.

Middle Liddell


1. the Egyptian papyrus, the root and triangular stalk of which were eaten by the poor, Hdt.
2. its fibrous coats, as prepared for ropes, Hdt.; cf. βύβλινος.
3. the outer coat of the papyrus, used for writing on, hence in pl. leaves of byblus, Hdt.
4. a paper, book, Hdt.; in this sense more commonly written βίβλος (q. v.):—pl. βύβλα, τά, Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βύβλος -ου, ἡ, ook βίβλος
1. papyrus (Papyrus cuperus); gebruikt voor verschillende doeleinden. ἔσωθεντὰς ἁρμονίας ἐν ὦν ἐπάκτωσαν τῇ βύβλῳ van binnen maken ze de voegen dicht met papyrus Hdt. 2.96.2; β. στεφανωτρίς ‘krans-papyrus’ Plut. Ages. 36.11.
2. het schrijfmateriaal dat uit repen van deze plant werd gemaakt papyrusvel.
3. uitbr. boekrol (van papyrus), boek, vaak van magische of heilige geschriften; als deel van een groot werk :. ἄχρι τοῦ καὶ Μούσας κληθῆναι τὰς βίβλους αὐτοῦ tot het punt dat zijn boeken zelfs de namen van de Muzen kregen (over de negen boeken van Herodotus’ Historiën) Luc. 62.1.

Frisk Etymology German

βύβλος: {búblos}
See also: s. βίβλος.
Page 1,275