ἑλκωτικός

From LSJ
Revision as of 14:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλκωτικός Medium diacritics: ἑλκωτικός Low diacritics: ελκωτικός Capitals: ΕΛΚΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: helkōtikós Transliteration B: helkōtikos Transliteration C: elkotikos Beta Code: e(lkwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,= ἑλκωματικός, Dsc.1.128.3: metaph., A exasperating, δριμύτης Plu.2.854c.

German (Pape)

[Seite 800] = ἑλκωματικός, Medic.; übtr., ἑλκ. καὶ δηκτικὴ δριμύτης, von der Komödie des Aristophanes, Plut. Ar. et Men. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκωτικός: -ή, -όν, = ἑλκωματικός, Διοσκ. 1. 183· μεταφ., δριμύς, Πλούτ. 2. 854C.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à ulcérer.
Étymologie: ἑλκόω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 medic., farm. corrosivo, irritante, que produce ulceraciones ref. a medicamentos αἱ ἑλκωτικαὶ δυνάμεις Dsc.1.128.5, cf. 2.61.2, 62, Orib.12.σ.2, de la clemátide, Gal.12.31, c. gen. ὁ ὀπὸς ... ἑλκωτικός τε σωμάτων Dsc.1.128.3, cf. Gal.11.684
fig. corrosivo, hiriente οἱ δ' Ἀριστοφάνους ἅλες ... ἑλκωτικὴν δριμύτητα καὶ δηκτικὴν ἔχουσι Plu.2.854c.
2 subst. ἡ ἑλκωτικὴ (sc. ἔμπλαστρος) emplasto cáustico, PMerton 12.15, 16, 18 (I d.C.).

Greek Monolingual

ἑλκωτικός, -ή, -όν (AM)
1. ελκωματικός
2. ερεθιστικός.

Russian (Dvoretsky)

ἑλκωτικός: язвительный (δριμύτης Arph.).