ὀργίλος

From LSJ
Revision as of 09:10, 7 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ί˘" to "ῐ́")

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀργίλος Medium diacritics: ὀργίλος Low diacritics: οργίλος Capitals: ΟΡΓΙΛΟΣ
Transliteration A: orgílos Transliteration B: orgilos Transliteration C: orgilos Beta Code: o)rgi/los

English (LSJ)

[ῐ], η, ον, (ὀργή II) A inclined to anger, irascible, Hp.Epid.1.19, X.Eq.9.7, D.6.33, Arist.EN1108a7: Comp. -ώτερος Id.Cat.10a7, Phld.Ir.p.74 W., J.AJ15.7.4 (v.l. -αίτερος). Adv. -λως, ἔχειν to be angry, D.21.215 ; τινι with one, Id.45.67 ; ἐπί τινι Paus.8.25.6 ; διατίθεσθαι Phld.Ir.p.42 W.: neut. as Adv., ὀργίλον βλέπειν Jul.Or.3.103b, Lib.Or.62.24 : Comp. -ώτερον J.BJ3.2.3.

German (Pape)

[Seite 370] zum Zorne geneigt, jähzornig; neben χαλεπή, Men. bei Stob. fl. 72, 2; Plat. Rep. III, 405 c; Arist. eth. 4, 5 sagt οἱ ὀργίλοι ταχέως μὲν ὀργίζονται καὶ οἷς οὐ δεῖ καὶ ἐφ' οἷς οὐ δεῖ καὶ μᾶλλον ἢ δεῖ – So heißt auch Bacchus, Hymn. (IX, 524, 16), wahrscheinlich in Beziehung auf die Orgien. – Adv., ὀργίλως ἔχειν τινί, = ὀργίζομαι, Dem. 24, 211. 215 u. öfter, wie Luc. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀργίλος: [ῐ], -η, -ον, (ὀργὴ ΙΙ) ὁ ἔχων κλίσιν εἰς ὀργήν, εὐερέθιστος, εὐκόλως ὀργιζόμενος, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 955, Ξεν. Ἱππ. 9, 7, Δημ. 73. 27, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 8· ἴδε ἐν λέξ. ὄργιος. - Ἐπίρρ., ὀργίλως ἔχειν, εἶμαι ὠργισμένος, Δημ. 583. 12· τινί, πρός τινα, ὁ αὐτ. 1121, ἐν τέλει· ἐπί τινι Παυσ. 8. 25. 6.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
porté à la colère, irascible;
Cp. ὀργιλώτερος, Sp. ὀργιλώτατος.
Étymologie: ὀργή.

English (Strong)

from ὀργή; irascible: soon angry.

English (Thayer)

ὀργιλη, ὀργίλον (ὀργή), prone to anger, irascible (A. V. soon angry): Xenophon, de re equ. 9,7; Plato (e. g. de rep. 411b.); Aristotle (e. g. eth. Nic. 2,7, 10); others.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀργίλος, -η, -ον)
αυτός που οργίζεται εύκολα, ευερέθιστος, ευέξαπτος («φύσει ὄντα ὀργίλον καὶ φονικώτατον», Ηρωδιαν.)
νεοελλ.
γεμάτος οργή, εξοργισμένος.
επίρρ...
οργίλως (Α ὀργίλως)
με μεγάλο θυμό, με οργή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργή + επίθημα -ίλος].

Greek Monotonic

ὀργίλος: [ῐ], -η, -ον (ὀργή II), αυτός που τείνει να θυμώνει, ευέξαπτος, σε Ξεν., Δημ.· επίρρ., ὀργίλως ἔχειν, είμαι οργισμένος, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ὀργίλος: раздражительный, вспыльчивый Xen. etc.

Middle Liddell

ὀργῐ́λος, η, ον ὀργή II]
prone to anger, irascible, Xen., Dem. adv., ὀργίλως ἔχειν to be angry, Dem.

Chinese

原文音譯:Ñrg⋯loj 哦而居羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:憤慨的
字義溯源:暴燥的,易怒的,性急的;源自(ὀργή)=意欲,激烈情感,憎恨);而 (ὀργή)出自(ὀρέγω)*=伸展)
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 暴燥(1) 多1:7

English (Woodhouse)

angry

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)