Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αγοραίος

From LSJ
Revision as of 13:19, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑον" to "αῖον")

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436

Greek Monolingual

-αία, -αίο (Α ἀγοραῖος, -αῖον και -ος, -α, -ον) ἀγορά
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά
2. κοινός, πρόστυχος, χυδαίος
νεοελλ.
(για αυτοκίνητα) το ουδ. ως ουσ. το αγοραίο
αυτό που μισθώνεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων με ιδιαίτερη συμφωνία
αρχ.
1. αυτός που συχνάζει ή εργάζεται στην αγορά ως αγοραστής ή έμπορος (Ξεν. Ελληνικά 6, 2, 23. Αριστοτ. Πολ. 4, 3, 2. 4, 4. 6, 4)
στη σημασία αυτή, όποιος γενικά γνωρίζει την αγορά, ο έμπειρος στις δοσοληψίες και συναλλαγές
συνήθως όμως με μειωτική σημασία, ο ταπεινός, ο αγενής, ο κακός, ο πρόστυχος (Αριστοφ. Ιππής 218), ο πανούργος (Αριοτοφ. Βάτραχοι 1.015), ο φαύλος (Πλάτ. Πρωταγόρας 347c), ο ποταπός και αμόρφωτος
2. αυτός που περιφέρεται στην αγορά χωρίς να έχει δουλειά και που συχνά προσφέρει με αμοιβή τις υπηρεσίες του στην εκτέλεση οποιασδήποτε κακής πράξης, ο αγύρτης και αργόσχολος (πρβλ. λατιν. circumforaneus και subrostrani)
3. ἀγοραῖος ἀνήρ
ο πολιτικός ρήτορας (Πλούτ. Περικλής 11), ο έμπειρος και σοβαρός ρήτορας, αλλά συχνά και με μειωτική σημασία ο κατώτερος ρήτορας, ο δικολάβος, αυτός που απευθύνεται σε όχλο, σε φαύλους, ποταπούς ή αμόρφωτους ανθρώπους
4. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀγοραῑα
α) οι συναλλαγές που γίνονται στην αγορά, οι συμφωνίες που κλείνουν μεταξύ τους οι εμπορευόμενοι και γενικότερα οι συναλλασσόμενοι (Πλατ. Πολιτεία 4, 425c)
β) οι νόμοι, οι οποίοι προβλέπουν τα αγορανομικά τέλη (Πλάτ. Πολιτεία 425d)
5. ἀγοραῑα σκώμματα
τα πειράγματα (Αριστοφ. Ειρήνη 750)
6. ἀγοραία φιλία
η εμπορική σχέση που βασίζεται στην άμεση συναλλαγή, σε αντίθεση με εκείνη που προβλέπει προθεσμίες και βασίζεται στη σύναψη συμβολαίου (Αριστοτ. Ηθικά Νικομάχεια 8, 15)
7. ἀγοραῖος (εννοεί ἡμέρα)
η δικάσιμη ημέρα (Στράβ. 629)
8. ἀγοραῖος (εννοεί νους)
ο αμαθής, ο απαίδευτος
9. το αρσ. και θηλ. στον πληθ. ως προσωνυμία ορισμένων θεών (βλ. λ. Αγοραίοι)
10. στις μυκηναϊκές πινακίδες της Κνωσού (KNCo 903, 904, 906, 907, 909, 910) η λέξη βρέθηκε σε κείμενα που καταγράφουν διάφορα ζώα (κριούς, αίγες, χοίρους, βόδια)
προηγείται πάντα το όνομα του τόπου και ακολουθεί το επίθετο αυτό στην ονομαστική πληθυντικού (a-ko-ra-ja), για να προσδιορίσει τα ζώα της μάντρας σε αντιδιαστολή προς τα άγρια.