βένθος
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
εος, τό, poet., A = βάθος, depth of the sea, κατὰ βένθος ἁλός Il. 18.38,49; ἁλὸς βένθοσδε Od.4.780, 8.51: in plural, ὅστε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν 1.53; ἐν βένθεσσιν ἁλός Il.1.358; βένθεσι λίμνης 13.21, 32; also βαθείης βένθεσιν ὕλης Od.17.316: metaph., βένθεϊ σῆς κραδίης = in the depths of your heart AP5.273 (Paul. Sil.).—Used also by Emp.35.3, al., Pi. O.7.57, and in lyr., E.Fr.304, Ar.Ra.666. (Cf. βαθύς.)
German (Pape)
[Seite 442] (Nebenform von βάθος, vgl. πάθος πένθος), τό, die Tiefe; bei Hom. meist die Tiefe des Meeres: κατὰ βένθος ἁλός Iliad. 18, 38. 49, θαλάσσης πάσης βένθεα Odyss. 1, 53. 4, 386, ἐν βένθεσσιν ἁλός Iliad. 1, 358. 18, 36, βένθεσι λίμνης Iliad. 13, 21, βαθείης βένθεσι λίμνης Versende 18, 32; vom Walde Odyss. 17, 316 βαθείης βένθεσιν ὕλης Versende, offenbar nach dem Muster der eben vorgelegten Stelle Iliad. 13, 32 gedichtet. – Pind. Ol. 7, 57 ἁλμυροῖς ἐν βένθεσιν. – Oefter bei Sp. übertr., κραδίης P. Sil. 27 (V, 274); ἐχεφροσύνης Id. 68 (IX, 767).
Greek (Liddell-Scott)
βένθος: -εος, τό, ποιητ. ἀντὶ βάθος, ὡς πένθος, πάθος, τὸ βάθος τῆς θαλάσσης, κατὰ βένθος ἁλὸς Ἰλ. Σ. 38. 49· ἁλὸς βένθοσδε Ὀδ. Δ. 780., Θ. 51· - ἐν τῷ πληθ., ὅστε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν Α. 53· ἐν βένθεσσιν ἁλός Ἰλ. Λ. 358· βένθεσι λίμνης ὁ αὐτ. Ν. 21, 32· - ὡσαύτως, βαθείης βένθεσιν ὕλης Ὀδ. Ρ. 316· - μεταφ. βένθεϊ σῆς κραδίης Ἀνθ. II. 5. 274· - Ἐν χρήσει ὡσαύτως παρὰ Πινδάρω καὶ ἅπαξ ἢ δὶς παρὰ Τραγ. ἐν χορικοῖς, Εύρ. Ἀποσπ., πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 666.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
fond, profondeur.
Étymologie: poét. cf. βάθος.
English (Autenrieth)
εος (βαθύς): depth, also pl., depths; θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν, Od. 1.53; βένθεα ὕλης, Od. 17.316; ἁλὸς βένθοσδε, ‘into deep water,’ Od. 4.780.
English (Slater)
βένθος
1 depth, abyss ἁλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν (O. 7.57)
Spanish (DGE)
-εος, τό
• Morfología: [ép. plu. dat. -εσσιν Il.1.358]
profundidad, abismo del mar κατὰ β. ἁλός Il.18.38, cf. E.Fr.304, εἰς β. ἀμαυρόν A.Fr.273a.6, ἐνέρτατον β. δίνης Emp.B 35.3, ὕδατος β. Emp.B 84.10
•frec. en plu. ἐν βένθεσσιν ἁλός Il.1.358, cf. Alcm.89.5, Ar.Ra.666, βένθεσι λίμνης Il.13.21, 32, cf. Hes.Th.365, θαλάσσης ... βένθεα Od.1.53, βένθεα πόντου h.Cer.38, ἁλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν Pi.O.7.57, cf. Orph.A.68
•fig. βαθείης βένθεσιν ὕλης Od.17.316, βένθεα νυκτὸς ἐρεμνᾶς Stesich.8.3, βένθεϊ σῆς κραδίης AP 5.274 (Paul.Sil.).
• Etimología: v. βαθύς.
Greek Monolingual
το (Α βένθος)
ο βυθός της θάλασσας
νεοελλ.
1. ο βυθός των ωκεανών, των θαλασσών, των ποταμών και των λιμνών
2. το σύνολο των ζωικών και φυτικών οργανισμών που ζουν στον βυθό των θαλασσών και των λιμνών
αρχ.
φρ. «βένθει σῆς κραδίης» — στο βάθος της καρδιάς σου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βάθος, βαθύς.
Greek Monotonic
βένθος: -εος, τό, ποιητ. αντί βάθος, όπως το πένθος αντί πάθος, το βάθος της θάλασσας, σε Όμηρ.· επίσης στον πληθ., θαλάσσης βένθεα, ἐν βένθεσσιν ἁλός, σε Ομήρ. Ιλ., Οδ.· επίσης λέγεται για το ξύλο, βένθεσιν ὕλης, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
βένθος: εος τό тж. pl.
1) глубь, глубина (ἁλός, λίμνης Hom.; ἁλμυροῖς ἐν βένθεσιν Pind.; βένθει τῆς κραδίης Anth.);
2) чаща, дебри (ὕλης Hom.).
Frisk Etymological English
See also: s. βαθύς.
Middle Liddell
poet. for βάθος, as πένθος for πάθος
the depth of the sea, Hom.; also in plural, θαλάσσης βένθεα, ἐν βένθεσσιν ἁλός Il., Hom.:—also of a wood, βένθεσιν ὕλης Od.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βένθος -ους, zonder contr. -εος, τό βαθύς poët. voor βάθος, diepte, afgrond :. κατὰ βένθος ἁλός in de diepte van de zee Il. 18.49; βαθείης βένθεσιν ὕλης in de diepten van het dichte woud Od. 17.316.
Frisk Etymology German
βένθος: {bénthos}
See also: s. βαθύς.
Page 1,233