Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἱππήλατος

From LSJ
Revision as of 19:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππήλᾰτος Medium diacritics: ἱππήλατος Low diacritics: ιππήλατος Capitals: ΙΠΠΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: hippḗlatos Transliteration B: hippēlatos Transliteration C: ippilatos Beta Code: i(pph/latos

English (LSJ)

ον, A fit for horsemanship or driving, νῆσος Od.4.607; γαῖα 13.242; ὁδὸς ἱ. chariot-road, Luc.Rh.Pr.3, Poll.9.37; ἱ. οἶδμα Nonn.D.20.157; θάλασσα Agath.4.29, cf. 5.11; ἱ. ἔργον Ἀθήνης, i.e. the Trojan horse, Tryph.2; τὸ δι' ἡδονῆς καθάπερ ἱ. τι χωρίον Porph.Marc.6.

German (Pape)

[Seite 1258] = ἱππηλάσιος, z. B. νῆσος, worauf man fahren od. reiten kann, Od. 4, 607. 13, 242; Sp., ὁδός, Fahrweg, Luc. praec. rhet. 3. – Aber ἔργον ἱππ. nennt Tryph. 2 das trojanische Pferd.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππήλᾰτος: -ον, (ἐλαύνω) ἁρμόδιος πρὸς ἱππασίαν ἢ ἁρματηλασίαν (ὡς τὸ παρὰ πεζογράφοις ἱππάσιμος), οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ’ εὐλείμων Ὀδ. Δ. 607· γαῖα Ν. 242· ὡσαύτως, ὁδὸς ἱππ., ὁδὸς ἁμαξιτός, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 3, Πολυδ. Θ΄, 37· οὕτως, ἱππ. οἶδμα Νόνν. Δ. 20. 157· - ἱππ. ἔργον Ἀθήνης, δηλ. ὁ Δούρειος ἵππος, Τρυφιόδ. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
praticable pour les chevaux.
Étymologie: ἵππος, ἐλαύνω.

English (Autenrieth)

passable with chariots, adapted to driving horses. (Od.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἱππήλατος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που σύρεται από άλογα («ιππήλατα λεωφορεία»)
αρχ.
1. αυτός που διατρέχεται από άλογα, κατάλληλος για ιππασία ή αρματοδρομίαἱππήλατος ὁδός» — αμαξιτός δρόμος, Λουκιαν.)
2. εύκολος, ευχερής
3. εύκολα προσιτός («τὴν καρδίαν ἱππήλατον τοῖς ἀκαθάρτοις πνεύμασιν», Κύριλλ.)
3. φρ. «ἱππήλατον ἔργον Ἀθήνης» — ο Δούρειος ίππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. θεήλατος, ονήλατος. Το -η- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει].

Greek Monotonic

ἱππήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω), κατάλληλος για ιππασία ή αρματηλασία, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἱππήλᾰτος: Hom., Luc. = ἱππηλάσιος.

Middle Liddell

ἱππ-ήλᾰτος, ον ἐλαύνω
fit for horsemanship or driving, of countries, Od.