κάτοξυς

From LSJ
Revision as of 11:41, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναιwherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάτοξυς Medium diacritics: κάτοξυς Low diacritics: κάτοξυς Capitals: ΚΑΤΟΞΥΣ
Transliteration A: kátoxys Transliteration B: katoxys Transliteration C: katoksys Beta Code: ka/tocus

English (LSJ)

εια, υ, strengthened for ὀξύς, A very sharp, piercing, βοή Ar.V.471; of disease, acute, Hp.Aph.1.7 (cf. Gal.18(2).254), Aret.SA1.7, CA1.10; τὸ κ. τῆς ὀρέξεως Hld.1.26.

German (Pape)

[Seite 1404] εια, υ, sehr spitzig; ἄνευ κατοξείας βοῆς ἐς λόγους ἔλθωμεν Ar. Vesp. 471, schneidend, durchdringend; νόσημα Hippocr., von acuten Krankheiten, stärker als ὀξύς.

French (Bailly abrégé)

εια, υ;
1 très aigu, perçant en parl. d'un bruit;
2 aigu en parl. de maladie;
3 très vif en parl. de désir.
Étymologie: κατά, ὀξύς.

Greek Monolingual

κάτοξυς, -όξεια, -υ (Α)
1. πολύ οξύς
2. (για ήχο) διαπεραστικός («ἔσθ' ὅπως ἄνευ μάχης καὶ τῆς κατοξείας βοῆς ἐς λόγους ἔλθοιμεν ἀλλήλοισι», Αριστοφ.)
3. ιατρ. φρ. «κάτοξυ νόσημα» — οξύτατη νόσος με βαριά συμπτώματα που επιφέρει, συνήθως, τον θάνατο μέσα σε λίγες μέρες.

Greek Monotonic

κάτοξυς: -εια, -υ, πολύ κοφτερός, εξαιρετικά αιχμηρός, διαπεραστικός, διατρητικός, λέγεται για τον ήχο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κάτοξυς: εια, υ досл. чрезвычайно острый, перен. пронзительный, резкий (βοή Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάτ-οξυς -εια -υ scherp (van geluid); geneesk. acuut.

Middle Liddell

κάτ-οξυς, εια, υ,
very sharp, piercing, of sound, Ar.