ἄφετος
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
English (LSJ)
ον, (ἀφίημι) A let loose, ranging at large, especially of sacred flocks that were free from work, ἄ. ἀλᾶσθαι γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις A.Pr.666; ἀφέτων ὄντων ταύρων ἐν τῷ . . ἱερῷ Pl. Criti.119d; νέμονται ὥσπερ ἄφετοι Id.Prt.320a, cf. R.498c, Isoc.5.127, Call.Del.36. II of persons, dedicated, free from worldly business, E.Ion822, Plu.2.768b; [γένη] ἀπόλυτα καὶ ἄ. Iamb.Myst.1.8; ἄ. παντὸς τοῦ δεινοῦ Max.Tyr.3.9. 2 of things, ἄ. ἡμέραι holidays, Poll.1.36; νομὴ ἄ. free range, of horses, Plu.Lys.20; ὁρμαί Ph.2.380, cf. Plu.2.12a; δρόμοι Id.Cleom.34; ἐξουσία τοῦ λέγειν Phld.Herc.862.10; κακουργίαι Id.Piet.21; τὸ ἄ. τῆς κόμης Luc.Dom.7; τοῦ λόγου Hermog.Id.1.6. Adv. ἀφέτως, ὁρμᾶν freely, Ph.1.135, cf. Dam.Pr.307; ἀπολαύει Phld.D.3Fr.89. 3 of style, rambling, prolix, Luc.Tox. 56. III Ἀφέται, pr. n., the place whence the Argonauts loosed their ship, Hdt.7.193.
German (Pape)
[Seite 409] losgelassen, frei, ἀλᾶσθαι Aesch. Prom. 669; von heiligen Heerden, die frei von aller Arbeit, im heiligen Gebiete weiden, Plat. Critia 119 d; ἀφέτων ὄντων ταύρων ἐν τῷ τοῦ Ποσειδῶνος ἱερῷ; so νέμεσθαι ὥσπερ ἄφετοι Prot. 320 a; übh. heilig, ἡμέραι, an welchen öffentliche Geschäfte ruhen, Poll. 1, 36; γυναῖκες ἄφετοι οὖσαι τοῖς ἐντυχοῦσιν Ath. XII, 516 a, heiliger Brauch. Vgl. Eur. Ion. 822 ἐν θεοῦ δόμοισιν ἄφετος παιδεύεται; – νομή, δρόμος, frei, Plut. Lys. 20 Cleom. 34; πλόκαμος, πέπλος, fliegend, flatternd, Sp. Aber λόγοι, weitschweifig, Luc. Tox. 56.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφετος: -ον, (ἀφίημι) ὁ ἀφειμένος ἐλεύθερος, ἀφεθεὶς ἐλεύθερος νὰ περιφέρηται ὅπου καὶ ἃν θέλῃ καὶ νὰ βόσκηται, κυρίως ἐπὶ ἱερῶν κτηνῶν, οἷον βοῶν, δαμάλεων, κλ., ἀφ ἀλᾶσθαι γῆς ἐπ’ ἐσχάτοις ὅροις Αἰσχύλ. Πρ. 666· ἀφέτων ὄντων ταύρων ἐν τῷ... ἱερῷ Πλάτ. Κριτίας 119D· νέμονται ὥσπερ ἄφετοι ὁ αὐτ. Πρωτ. 320Α, πρβλ. Πολ. 498C, Ἰσοκρ. 108Α, Καλλ. εἰς Δῆλ. 36. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀφιερωμένος εἴς τινα θεόν, ἀπηλλαγμένος τῶν μεριμνῶν τοῦ βίου, Εὐρ. Ἴων 822, Πλούτ. 2. 768Α. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀφ. ἡμέραι, ἡμέραι ἀργίας, Πολυδ. Α΄, 36· νομὴ ἄφ., ἐλευθέρα βοσκή, Πλούτ. Λύσ. 20. 3) τὸ ἄφετον, ἡ ἀκολασία, Κύριλλ. 315Ε· τὸ ἄφ. τῆς κόμης Λουκ. π. Οἰκ. 7. ― Ἐπίρρ., ἀφέτως ὁρμᾶν, ἐλευθέρως, ἀκωλύτως, Φίλων 1. 135. 4) ἐπὶ ὕφους, χαλαρός, διεξοδικός, Λουκ. Τόξ. 56. ΙΙΙ. Ἀφέται ἢ Ἀφεταὶ χῶρος ἐν τῷ κόλπῳ... τῆς Μαγνησίης, ἔνθα λέγεται τὸν Ἡρακλέα καταλειφθῆναι ὑπὸ Ἰήσονος... ἐνθεῦτεν γὰρ ἔμελλον... ἐς τὸ πέλαγος ἀπήσειν, ἐπὶ τούτου δὲ τῷ χώρῳ οὔνομα γέγονε Ἀφεταὶ Ἡρόδ. 7. 193· ― «Ἀφεταί, πόλις τῆς Μαγνησίας... ὅτι ἐντεῦθεν δευτέραν ἄφεσιν ἡ Ἀργώ ἐποιήσατο...» Στ. Βυζ. ἐν λέξει. (Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 475 κἑξ., Δινδ. π. τῆς Διαλέκτ. Ἡροδ. σ. VI.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on laisse aller, qu’on abandonne à soi-même, d’où
1 qu’on laisse paître en liberté en parl. des animaux consacrés et affranchis de tout travail ; p. anal. en parl. de pers. consacré à qqe divinité et affranchi de tout travail;
2 en parl. de choses ἄφετος νομή PLUT pâturage libre.
Étymologie: ἀφίημι.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. nom. plu. ἀφεταί Ath.171e]
I relig. y gener.
1 de anim. consagrados a los dioses suelto, libre ἄφετον ἀλᾶσθαι γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις de la vaca Ío, A.Pr.666, ἀφέτων ὄντων ταύρων ἐν τῷ τοῦ Ποσειδῶνος ἱερῷ Pl.Criti.119d, νέμονται ὥσπερ ἄφετοι Pl.Prt.320a, βόες Luc.Syr.D.41 (p.58), Eust.168.35, δαμάλη Babr.37.1, cf. Synes.Ep.41, ἄφετοι τῇ Ἀρτέμιδι de cabras salvajes y ciervos, Arr.An.7.20.4
•simpl. de anim. sueltos op. a ‘estabulados’ Gp.16.21.2
•suelto, salvaje, feroz Aq.Is.35.9, Ph.1.183.
2 de pers. exoneradas de cargos por estar consagradas a la divinidad libre, liberado, librado ὁ δ' ἐν θεοῦ δόμοισιν ἄ. ... παιδεύεται de Ión, E.Io 822, ἐλεύθεροι καὶ ἄφετοι καθάπερ ἱερόδουλοι Plu.2.768a, cf. IG 22.1177.3 (IV a.C.), en la prostitución sagrada οὐ μόνον δὲ Λυδῶν γυναῖκες ἄφετοι οὖσαι τοῖς ἐντυχοῦσιν, ἀλλὰ καὶ Λοκρῶν τῶν Ἐπιζεφυρίων Clearch.43a, de bacantes ἄφετοι θυιάδες AP 7.485.4
•fig. c. juego de palabras sobre
1 τότε ἤδη ἀφέτους νέμεσθαι Pl.R.498c, ὥσπερ ἄφετον γεγενημένον ἄπασαν τὴν Ἑλλάδα πατρίδα νομίζειν Isoc.5.127
•como propio de dioses y del hombre libre, sin restricciones ἄ. πελάγεσσιν ἐπέπλεες Call.Del.36, cf. Iambl.Myst.1.8, εἰργάσατο αὐτὸν ἄφετον καὶ ἐλεύθερον Ph.1.280
•c. gen. libre, liberado ἐξ εἱρκτῆς Longin.44.10, παντὸς τοῦ δεινοῦ Max.Tyr.32.9, ἄ. τοῦ σώματος de Jesucristo, Eus.DE 4.12
•tb. de abstr. libre, que no tiene o implica restricciones νομή Plu.Lys.20, ὁρμαί Ph.2.380, cf. Plu.2.12a, δρόμοι Plu.Cleom.34, διάνοια Ph.1.279, del libre albredío del hombre, Eus.DE 4.1, como n. de un eón valentiniano, Epiph.Const.Haer.31.6
•c. gen. ἄ. ἐξουσία τοῦ λέγειν Anon.Herc.862.10.15
•subst. τὸ ἄφετον = falta de sujeción, libertad c. gen. τῆς κόμης Luc.Dom.7, τοῦ λόγου Hermog.Id.1.6 (p.251).
3 peyor. relajado, disoluto ἀφέτους εἶναι τοὺς νέους Chrys.M.58.323, de abstr., κακουργίαι Phld.Piet.p.124S.
4 libre, de balde λουτῆρες Greg.Disp.M.86.725C.
5 del estilo difuso, prolijo Luc.Tox.56.
II que libra, de fiesta o vacación ἡμέραι Poll.1.36, cf. 8.95, Ath.171e.
III adv. ἀφέτως = libremente ὁρμᾶν Ph.1.135, ἀπολαύει Phld.D.3.fr.89.10, cf. Dam.in Prm.307.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ἀφετός, -ή, -όν)
εκείνος τον οποίο έχουν αφήσει κάπου
νεοελλ.
1. (για ζώο) που βόσκει ελεύθερα
2. μη περιορισμένος, ελεύθερος.
ἄφετος, -ον (Α)
1. (για ζώα) ελεύθερος, απαλλαγμένος από εργασία
2. (για πρόσωπα) αφιερωμένος στον θεό
3. «ἄφετοι ἡμέραι» — αργίες, γιορτές
4. (για το ύφος του λόγου) χαλαρό, ανειμένο
5. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όνομα) Ἀφέται
το σημείο όπου οι Αργοναύτες έρριξαν το πλοίο τους στη θάλασσα.
Greek Monotonic
ἄφετος: -ον (ἀφίημι), αφεμένος να χαθεί, ελεύθερα, περιφερόμενος κατά βούληση ή ελεύθερα, λέγεται για ιερά κοπάδια που ήταν απαλλαγμένα από τη δουλειά, σε Αισχύλ., Πλάτ.· μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, αφιερωμένος στο θεό, σε Ευρ.· τὸ ἄφετον, ελευθερία από περιορισμό, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἄφετος:
1) отпущенный на волю, вольный, свободный (ἄ. ἀλᾶσθαι γῆς ἐφ᾽ ὅροις Aesch.; ταῦροι Plat. и ἡμίονοι Plut.);
2) привольный (νομή Plut.);
3) удалившийся от мирских дел, посвященный богам (ἐν θεοῦ δόμοισιν ἄ. Eur.; ἄ. καθάπερ ἱερόδουλος Plut.);
4) распущенный (τὸ ἄφετον τῆς κόμης Luc.);
5) пространный, многословный (λόγοι Luc.).
Middle Liddell
ἀφίημι
let loose, at large, ranging at will, of sacred flocks that were free from work, Aesch., Plat.: metaph. of person, dedicated to a god, Eur.: τὸ ἄφετον, freedom from restraint, Luc.