οὔτις
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
neut. οὔτι, declined like τις, (οὐ, τις) A no one or nobody, neut. nothing, common in all Poets (Hom. uses it almost exclus. for οὐδείς in masc. and fem., but οὐδείς occurs in B.Fr.28 (masc.), and is preferred by Trag. (οὔτις only twice in E., Fr.45, 325)), whereas οὐδείς only is used in Prose, exc. in neut. (v. infr.), οὔτις… Δαναῶν Il.1.88; οὔ. θεῶν A.Ag.396 (lyr.), etc.: freq. agreeing with its Subst., οὔ. ἀνήρ S.El.188 (lyr.), cf. A.Pr.445, Pers.414, etc.: in Hom. and Hes. other words may come between, οὐ γάρ τις, οὐ μὲν γάρ τις, Il.6.487, Od.8.552; οὔτε τινά... οὔτε τις… Il.13.224: rare in plural, ἐπεὶ οὔτινες ἐγγύθεν εἰσίν Od.6.279; προφήτας οὔτινας A.Ag.1099 (lyr.). 2 neut. οὔτι is freq. used as adverb, by no means, not at all, Il.1.153, 2.338, etc.: so not only in Trag., but in Hdt., 1.148, 3.36, al., and in Pl., R.331a, 351a, al.: strengthened οὔτι γε, Id.Phd.81d; οὔτι μὲν δή Id.Tht.186f, etc.; οὔτι μήν S.El.817, etc.: also separated, οὐ γάρ τι Il.20.467, S.Aj.1111, etc.; οὐ μὲν γάρ τι Il.19.321, etc.; οὔ νύ τι 8.39, etc. 3 τὸ οὔτι nothing, S.E.M.1.15: pl., τῶν οὐτινῶν ib.17. II as pr. n. with changed accent Οὖτις, ὁ, acc. Οὖτιν, Nobody, Noman, a fallacious name assumed by Odysseus (with a punning allusion to μήτις and μῆτις, v. Od.20.20) to deceive Polyphemus, 9.366, 408, cf. E.Cyc.549, 672 sq., Ar.V.184 sq. 2 name of a fallacy, περὶ τοῦ οὔτιδος, title of work by Chrysippus, D.L.7.198, cf. 82.
Greek (Liddell-Scott)
οὔτις: οὐδ. οὔτι, κλινόμενον ὡς τὸ τις: (οὐ, τὶς)· οὐδείς, «κανείς», Λατ. nemo, nullus, οὐδ., = οὐδέν, Λατ. nihil, κοινὸν παρ’ ἅπασι τοῖς ποιηταῖς, (ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Πίνδ. χρῶνται τῇ λέξει ταύτῃ σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἀντὶ τοῦ οὐδεὶς ἐν τῷ ἀρσ. καὶ θηλ., ἀλλὰ τὸ οὐδεὶς προτιμᾶται παρὰ τοῖς Ἀττικ. ποιηταῖς), ἐν ᾧ παρὰ πεζογράφοις μόνον τὸ οὐδεὶς εἶναι ἐν χρήσει πλὴν ἐν τῷ οὐδ. (ἴδε κατωτ.), οὔτις Δαναῶν Ἰλ. Α. 88· οὔτις θεῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 396, κτλ.· ― ἀλλὰ συχνάκις συμφωνεῖ μετὰ τοῦ οὐσιαστικοῦ, οὔτις ἀνὴρ Σοφ. Ἠλ. 188, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 445, Πέρσ. 414, κτλ.· ― παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδ. ἄλλαι λέξεις δύνανται νὰ παρεντεθῶσι μεταξύ, οὐ γάρ τις, οὐ μὲν γάρ τις, Ἰλ. Ζ. 487, Ὀδ. Θ. 552· οὔτε τινά..., οὔτε τις..., Ἰλ. Ν. 224· σπανίως ἐν τῷ πληθ., ἐπεὶ οὔτινες ἐγγύθεν εἰσὶν Ὀδ. Ζ. 279· προφήτας οὔτινας Αἰσχύλ. Ἀγ. 1099. 2) τὸ οὐδ. οὔτι συχνάκις εἶναι ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., οὐδόλως, οὐδαμῶς, κατ’ οὐδένα τρόπον, Ἰλ. Α. 153, Β. 338, κτλ.· οὕτως οὐ μόνον παρὰ Τραγ., ἀλλὰ καὶ παρ’ Ἡροδ. (1. 148., 3. 36, κτλ), καὶ παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς πεζογράφοις, Πλάτ. Πολ. 331Α, 351Α, κτλ.· ἐπιτεταμ. οὔτι γε, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 81D· οὔτι μὲν δὴ ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 186Ε, κτλ.· οὔτι μὴν Σοφ. Ἠλ. 817, κτλ.· ὡσαύτως χωριστά, οὐ γάρ τι Ἰλ. Υ. 467, Σοφ. Αἴ. 1111, κτλ.· οὐ μὲν γάρ τι Ἰλ. Τ. 321, κτλ.· οὐ νύ τι Θ. 39, κτλ. ΙΙ. ὡς κύριον ὄνομα μετὰ διαφόρου τονισμοῦ, Οὖτις, ὁ, αἰτ. Οὖτιν, «Κανείς», ψευδὲς ὄνομα ὅπερ ἔλαβεν ὁ Ὀδυσσεὺς (μετὰ λογοπαιγνίου ἐν σχέσει πρὸς τὸ μήτις καὶ μῆτις, ἴδε Ὀδ. Υ. 20) ὅπως ἀπατήσῃ τὸν Πολύφημον, Ὀδ. Ι. 366, 408, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 549, 672 κἑξ., Ἀριστοφ. Σφ. 184 κἑξ. 2) ὄνομα σοφίσματος, Διογ. Λ. 7. 82· ἐπὶ τοιαύτης δὲ σημασίας ἡ γεν. εἶναι οὔτιδος, αἰτ. οὖτιν.
French (Bailly abrégé)
οὔτι, gén. οὔτινος;
masc. et fém. : personne, aucun, nul ; neutre : rien ; οὔτις Δαναῶν IL aucun des Grecs, οὔτις ἀνήρ SOPH aucun homme;
neutre adv. • οὔτι, point du tout, nullement ; οὔτι γε, οὔτι μήν, certainement point du tout.
Étymologie: οὐ, τις.
English (Autenrieth)
no one, not anything; the neut. as adv., not at all, by no means.
English (Slater)
οὔτις (v. οὐ 8. c.) no one ἀπέοντος δ' οὔτις ἔνδειξεν λάχος Ἀελίου (O. 7.58) εὑρίσκοντο τιμάν, οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει (P. 1.49) οὔτις ἑκὼν κακὸν εὕρετο fr. 226.
Greek Monotonic
οὔτις: ουδ. οὔτι, που κλίνεται όπως το τίς·
I. 1. ουδείς, κανείς, Λατ. nemo, nullus, το ουδ. τίποτε, Λατ. nihil, σε Όμηρ. κ.λπ.· το οὐδεὶς χρησιμ. στην πεζογραφία.
2. το ουδ. οὔτι ως επίρρ., με κανέναν τρόπο, με τίποτε, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
II. ως κύριο όνομα με διαφορετικό τονισμό, Οὖτις, ὁ, αιτ. Οὖτιν, ο Κανένας, ο κύριος Κανείς, το όνομα που ιδιοποιήθηκε ο Οδυσσέας για να εξαπατήσει τον Κύκλωπα Πολύφημο, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
οὔτις: οὔ-τι, gen. οὔτινος тж. раздельно
1) никто, ничто (οὔ. Δαναῶν Hom.): οὔτινες ἐγγύθεν εἰσίν Hom. никого (тут) нет рядом;
2) ни один, никакой (οὔ. ἀνήρ Hom.): προφήτας οὔτινας ματεύομεν Aesch. мы никаких прорицателей не ищем.
Middle Liddell
I. no one or nobody, Lat. nemo, nullus, neut. nothing, Lat. nihil, Hom., etc.: —οὐδείς being used in Prose.
2. neut. οὔτι as adv. not a whit, by no means, not at all, Il., Hdt., attic
II. as prop. n. with changed accent,